definição e significado de μετά | sensagent.com


   Publicitade E▼


 » 
alemão búlgaro chinês croata dinamarquês eslovaco esloveno espanhol estoniano farsi finlandês francês grego hebraico hindi holandês húngaro indonésio inglês islandês italiano japonês korean letão língua árabe lituano malgaxe norueguês polonês português romeno russo sérvio sueco tailandês tcheco turco vietnamês
alemão búlgaro chinês croata dinamarquês eslovaco esloveno espanhol estoniano farsi finlandês francês grego hebraico hindi holandês húngaro indonésio inglês islandês italiano japonês korean letão língua árabe lituano malgaxe norueguês polonês português romeno russo sérvio sueco tailandês tcheco turco vietnamês

Definição e significado de μετά

Sinónimos

   Publicidade ▼

Ver também

Locuções

(μετα)κίνηση • (μετα)κινώ, (μετα)κινούμαι • (μετα)στροφή • (μετα)στροφή, αλλαγή πορείας • αμέσως μετά • αναλαμβάνω κτ. μετά από κπ. άλλο • βαρύ κεφάλι μετά από μεθύσι • βλέπω αστεράκια μετά από δυνατό χτύπημα • βροχή ραγδαία μετά κεραυνών • δεκαετία ζωής μετά τα 20 και πριν τα 30 • δεκαετία ζωής μετά τα 30 και πριν τα 40 • δεκαετία ζωής μετά τα 40 και πριν τα 50 • δεκαετία ζωής μετά τα 50 και πριν τα 60 • δεκαετία ζωής μετά τα 60 και πριν τα 70 • δεκαετία ζωής μετά τα 70 και πριν τα 80 • δεκαετία ζωής μετά τα 80 και πριν τα 90 • δεκαετία ζωής μετά τα 90 και πριν τα 100 • ελευθερία (μετά από αιχμαλωσία ή σκλαβιά) • ζω και μετά από • ζω μετά το θάνατο άλλων • ζω μετά τον θάνατο άλλων • η δεκαετία μετά τα 20 • η δεκαετία μετά τα 30 • η ζωή μετά τη σύνταξη • ηρεμώ (μετά από θυμό) • καταρρέω μετά από πίεση • κλοτσώ (για όπλο μετά την εκπυρσοκρότηση) • κλότσημα (για όπλο μετά την εκπυρσοκρότηση) • μετά (από) • μετά Χριστόν • μετά από • μετά από λίγο • μετά βίας • μετά μεσημβρίας (συντομογρ.) • μετά την προκαθορισμένη ώρα • μετά τισ κανονικέσ ώρεσ • μετά τον πρώτο • μετά τους άλλους • μετά τούτου • μετά χαράς • μεταβολή γνώμης μετά από ωριμότερη σκέψη • μόλις (και μετά βίας) • μόλις (μετά βίας και) • περιδέραιο μετά μεταλλίου • πολύ καιρό (πριν ή μετά από κάτι) • που απομένει μετά τους άλλους • που γεννήθηκε μετά το θάνατο του πατέρα του • που δε θέλει σίδερο μετά το πλύσιμο • συγχρωτίζομαι μετά πόρνων • συνεχίζομαι (μετά από διακοπή) • τράβηγμα ανάσας μετά από βήχα • υποχωρώ μετά από πίεση • υπόλειμμα δέντρου μετά το κόψιμο

   Publicidade ▼

Dicionario analógico

 

todas as traduções do μετά


Conteùdo de sensagent

  • definição
  • sinónimos
  • antónimos
  • enciclopédia

 

5046 visitantes em linha

calculado em 0,031s