Publicitade D▼
μοιράζομαι (v.)
شارك, ساهم , يساهم, إشترك, يَنْدَمِج في, يُشارِك في, سهم, شَاطَرَ, شَارَكَ, قَاسَمَ, يَشْتَرِك في مُسابَقَه, إِنْضَمَّ, اِشْتَرَكَ, دَخَلَ
Publicidade ▼
Ver também
μοιράζομαι (v.)
μοιράζομαι
αξιοποιώ, εξασκώ, χρησιμοποιώ[Hyper.]
sharing (en)[Dérivé]
μοιράζομαι (v.)
συμμετέχω[Hyper.]
μοιράζομαι (v.)
μοιράζομαι (v.)
factotum (en)[Domaine]
Sharing (en)[Domaine]
αποκτώ, λαμβάνω, παίρνω[Hyper.]
μοιρασιά - συγκληρονόμοσ - μέρος, μερίδα, μερίδιο, μερτικό[Dérivé]
μοιράζομαι (v.)
factotum (en)[Domaine]
SocialInteraction (en)[Domaine]
Publicidade ▼