Publicitade D▼
έχω (v.)
1.συνηθίζω, π.χ. έτσι το έχουμε εδώ
2.θεωρώ κάποιον ή κάτι, εκτιμώ ή αξιολογώ (ως)
3.σκοπεύω, προτίθεμαι π .χ. να ψωνίσω, υποχρεωμένος να τελειώσω μια δουλειά
4.νιώθω, αισθάνομαι, εκδηλώνω τα αισθήματά μου
5.βαστώ στα χέρια μου, φέρω επάνω μαζί μου, κουβαλώ, φέρω κάποιον μαζί μου, συνοδεύομαι από κάποιον
6.δέχομαι, φιλοξενώ κάποιον φίλο, πρόσωπο
7.κρατώ σε μία ορισμένη θέση, σε ορισμένο χώρο
8.περιλαμβάνω, αποτελούμαι από κάτι, διανύω, βρίσκομαι σε ορισμένο σημείο
9.έχω να επιδείξω, περιλαμβάνω
10.για να δηλωθεί κάτι που αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα, προτέρημα έχει γερή μνήμη, έχει αντοχή
11.αξίζω, κοστίζω, έχω χρηματική αξία
12.πάσχω, υποφέρω από κάποια αρρώστια, υποφέρω από βάσανα
13.έχω ή κατέχω, κρατώ (κάτι)
14.κερδίζω,αποκτώ κτ προς όφελός μου
Publicidade ▼
έχω (v.)
`τρέφω`, έχω διάθεση για, έχω διάθεση κάνω κτ., έχω τη συνήθεια να, αντιλαμβάνομαι, αποκομίζω, αποτελούμαι από, εκλαμβάνω, εξοικειώνομαι με, εξουσιάζω, θεωρώ, κάνω, κάνω κέφι, κατακρατώ, κοστίζω, κρίνω, νιώθω, νοιώθω, νομίζω, νοσώ, παίρνω, παίρνω το κολάι, παθαίνω, παρουσιάζω, περιέχω, περικλείω, περιλαμβάνω, πιστεύω, προμηθεύω τα απαραίτητα, προσαρμόζομαι, στοιχίζω, συνήθιζα να, συναισθάνομαι, συνεπάγομαι, συνηθίζω, συνηθίζω σε κτ., συντηρώ, συντηρώ κπ., συντηρώ οικονομικά, τρέφω, τραβάει η όρεξή μου, υποβαστώ, υποδέχομαι, φέρομαι
Ver também
έχω (v.)
Publicidade ▼
⇨ έχω (έκφραση) • έχω (με παθ. μτχ. για το σχηματισμό του παρακειμένου) • έχω (σε) απόθεμα • έχω (στην ιδιοκτησία μου) • έχω (στην κτήση μου) • έχω άδικο • έχω έκφραση • έχω έλλειψη • έχω έλλειψη από κτ. • έχω αδυναμία σε • έχω αδυναμία σε κπ. ή κτ. • έχω αδυνατίσει λόγω σκληρής δουλειάς • έχω ανάγκη • έχω ανακαλύψει τα χνάρια • έχω αποτυχία • έχω απρόσμενα ή αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που περίμενα • έχω αργίαν • έχω αυτοπεποίθηση • έχω βάρος • έχω βάρος… • έχω βλαβερές συνέπειες • έχω γεύση • έχω γκίνια • έχω δεσμό με κπ. • έχω διάθεση για • έχω διάθεση κάνω κτ. • έχω διαστάσεις • έχω διεπαφή με • έχω διπλή χρήση • έχω ενθουσιαστεί με κτ. • έχω επικοινωνία • έχω θέα προς • έχω θέσεις για • έχω κάθε λόγο να • έχω κάποιο νόημα • έχω κακό τέλος • έχω κατά νου • έχω κατά νουν • έχω κπ. μελωδία • έχω κπ. του κλότσου και του μπάτσου • έχω κπ. του χεριού μου • έχω λογαριασμούς να ξεκαθαρίσω με κπ. • έχω λόξιγκα • έχω μάθει • έχω μάθει να • έχω να κάνω με • έχω οικειότητα με κπ. • έχω οικονομικά προβλήματα • έχω οικονομική άνεση • έχω πάρε δώσε με • έχω παραισθήσεις • έχω πολύ καλή εμφάνιση • έχω πραγματικά τη διάθεση • έχω προγραμματίσει • έχω προς πώληση • έχω πρωταγωνιστή • έχω πρόσβαση • έχω πυρετό • έχω ρεπό • έχω σε υπόληψη • έχω σεξουαλική επαφή • έχω σημασία • έχω σοβαρό δεσμό με κπ. • έχω στην άκρη της γλώσσας μου • έχω στην ιδιοκτησία μου • έχω σχέση • έχω σχέση με • έχω σχολήν • έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα • έχω τα φόντα να γίνω • έχω ταχυπαλμία • έχω τη δυνατότητα να κάνω κτ. • έχω τη συνήθεια να • έχω τη φωνή μου κλειστή • έχω την (εσφαλμένη συν.) εντύπωση ότι • έχω την εσφαλμένη συν. εντύπωση ότι • έχω την τάση • έχω την τάση να • έχω την υποχρέωση • έχω τις μαύρες μου • έχω το κεφάλι μου ήσυχο • έχω το νου μου • έχω το σωστό μέτρο • έχω τον τρόπο μου • έχω τοξοειδή μορφή • έχω υπερβολικά μεγάλη ιδέα για • έχω υψηλές γνωριμίες • έχω φαγούρα • έχω ψυλλιαστεί • έχω ως αποτέλεσμα • έχω ως υπόδειγμα • έχω(σε) απόθεμα • αρνούμαι να έχω • δεν έχω • δεν έχω αποτέλεσμα • δεν έχω αρκετό • δεν έχω διαθέσιμο προς πώληση • δεν έχω ιδέα • δεν έχω ικανό • δεν έχω καμία σχέση με • δεν έχω καμιά ελπίδα • δεν έχω κπ. ικανό για κτ. • δεν έχω κτ. να κάνω • δεν έχω ούτε ιερό ούτε όσιο • δεν έχω σε μεγάλη εκτίμηση • δεν έχω σημασία • δεν το έχω σε τίποτα να • διστάζω έχω σωματικό τικ • θα ήθελα (να έχω) • ισχύω ως έχω • μιλώ χωρίς να έχω πάρει άδεια • παύω να έχω • τι έχω διαθέσιμο • το έχω βάλει μεράκι να • το έχω δίπορτο
έχω (v.)
verbe auxiliaire (fr)[Classe...]
έχω (v.)
be accustomed to; be attuned to; be used to (en)[Classe]
s'habituer à (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
IntentionalProcess (en)[Domaine]
αλλάζω[Hyper.]
habituation (en) - drug abuse, habit, substance abuse (en) - εθισμός, εξάρτηση[Dérivé]
έχω (v.)
donner son opinion (fr)[Classe]
évaluer par un jugement (fr)[Classe]
έχω; εκλαμβάνω; νομίζω; πιστεύω; θεωρώ; κρίνω[ClasseHyper.]
factotum (en)[Domaine]
believes (en)[Domaine]
έχω (v.)
έχω[Hyper.]
έξοδα συντήρησης, συντήρηση - απαραίτητα, κύρια πηγή εισοδήματος - maintenance (en)[Dérivé]
έχω (v.)
λαμβάνω[Hyper.]
έχω (v.)
factotum (en)[Domaine]
IntentionalProcess (en)[Domaine]
έχω (v.)
factotum (en)[Domaine]
part (en)[Domaine]
περιέχω, περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω[Hyper.]
ένταξη, ενσωμάτωση[Dérivé]
έχω (v.)
factotum (en)[Domaine]
part (en)[Domaine]
έχω (v.)
factotum (en)[Domaine]
contains (en)[Domaine]
έχω (v.)
ήμουν, είμαι, υπάρχω[Hyper.]
κόστος, τιμή - έξοδα, αντίτιμο, δαπάνη, κόστος, τίμημα[Dérivé]
έχω (v.)
factotum (en)[Domaine]
experiencer (en)[Domaine]
έχω (v.)
έχω (v.)
έχω (v.)
factotum (en)[Domaine]
modalAttribute (en)[Domaine]
αξιοποιώ, εξασκώ, χρησιμοποιώ[Hyper.]
enjoyment, use (en)[Dérivé]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,078s