definição e significado de έχω | sensagent.com


   Publicitade D▼


 » 
alemão búlgaro chinês croata dinamarquês eslovaco esloveno espanhol estoniano farsi finlandês francês grego hebraico hindi holandês húngaro indonésio inglês islandês italiano japonês korean letão língua árabe lituano malgaxe norueguês polonês português romeno russo sérvio sueco tailandês tcheco turco vietnamês
alemão búlgaro chinês croata dinamarquês eslovaco esloveno espanhol estoniano farsi finlandês francês grego hebraico hindi holandês húngaro indonésio inglês islandês italiano japonês korean letão língua árabe lituano malgaxe norueguês polonês português romeno russo sérvio sueco tailandês tcheco turco vietnamês

Definição e significado de έχω

Definição

έχω (v.)

1.συνηθίζω, π.χ. έτσι το έχουμε εδώ

2.θεωρώ κάποιον ή κάτι, εκτιμώ ή αξιολογώ (ως)

3.σκοπεύω, προτίθεμαι π .χ. να ψωνίσω, υποχρεωμένος να τελειώσω μια δουλειά

4.νιώθω, αισθάνομαι, εκδηλώνω τα αισθήματά μου

5.βαστώ στα χέρια μου, φέρω επάνω μαζί μου, κουβαλώ, φέρω κάποιον μαζί μου, συνοδεύομαι από κάποιον

6.δέχομαι, φιλοξενώ κάποιον φίλο, πρόσωπο

7.κρατώ σε μία ορισμένη θέση, σε ορισμένο χώρο

8.περιλαμβάνω, αποτελούμαι από κάτι, διανύω, βρίσκομαι σε ορισμένο σημείο

9.έχω να επιδείξω, περιλαμβάνω

10.για να δηλωθεί κάτι που αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα, προτέρημα έχει γερή μνήμη, έχει αντοχή

11.αξίζω, κοστίζω, έχω χρηματική αξία

12.πάσχω, υποφέρω από κάποια αρρώστια, υποφέρω από βάσανα

13.έχω ή κατέχω, κρατώ (κάτι)

14.κερδίζω,αποκτώ κτ προς όφελός μου

   Publicidade ▼

Sinónimos

Ver também

   Publicidade ▼

Locuções

έχω (έκφραση) • έχω (με παθ. μτχ. για το σχηματισμό του παρακειμένου) • έχω (σε) απόθεμα • έχω (στην ιδιοκτησία μου) • έχω (στην κτήση μου) • έχω άδικο • έχω έκφραση • έχω έλλειψη • έχω έλλειψη από κτ. • έχω αδυναμία σε • έχω αδυναμία σε κπ. ή κτ. • έχω αδυνατίσει λόγω σκληρής δουλειάς • έχω ανάγκη • έχω ανακαλύψει τα χνάρια • έχω αποτυχία • έχω απρόσμενα ή αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που περίμενα • έχω αργίαν • έχω αυτοπεποίθηση • έχω βάρος • έχω βάρος… • έχω βλαβερές συνέπειες • έχω γεύση • έχω γκίνια • έχω δεσμό με κπ. • έχω διάθεση για • έχω διάθεση κάνω κτ. • έχω διαστάσεις • έχω διεπαφή με • έχω διπλή χρήση • έχω ενθουσιαστεί με κτ. • έχω επικοινωνία • έχω θέα προς • έχω θέσεις για • έχω κάθε λόγο να • έχω κάποιο νόημα • έχω κακό τέλος • έχω κατά νου • έχω κατά νουν • έχω κπ. μελωδία • έχω κπ. του κλότσου και του μπάτσου • έχω κπ. του χεριού μου • έχω λογαριασμούς να ξεκαθαρίσω με κπ. • έχω λόξιγκα • έχω μάθει • έχω μάθει να • έχω να κάνω με • έχω οικειότητα με κπ. • έχω οικονομικά προβλήματα • έχω οικονομική άνεση • έχω πάρε δώσε με • έχω παραισθήσεις • έχω πολύ καλή εμφάνιση • έχω πραγματικά τη διάθεση • έχω προγραμματίσει • έχω προς πώληση • έχω πρωταγωνιστή • έχω πρόσβαση • έχω πυρετό • έχω ρεπό • έχω σε υπόληψη • έχω σεξουαλική επαφή • έχω σημασία • έχω σοβαρό δεσμό με κπ. • έχω στην άκρη της γλώσσας μου • έχω στην ιδιοκτησία μου • έχω σχέση • έχω σχέση με • έχω σχολήν • έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα • έχω τα φόντα να γίνω • έχω ταχυπαλμία • έχω τη δυνατότητα να κάνω κτ. • έχω τη συνήθεια να • έχω τη φωνή μου κλειστή • έχω την (εσφαλμένη συν.) εντύπωση ότι • έχω την εσφαλμένη συν. εντύπωση ότι • έχω την τάση • έχω την τάση να • έχω την υποχρέωση • έχω τις μαύρες μου • έχω το κεφάλι μου ήσυχο • έχω το νου μου • έχω το σωστό μέτρο • έχω τον τρόπο μου • έχω τοξοειδή μορφή • έχω υπερβολικά μεγάλη ιδέα για • έχω υψηλές γνωριμίες • έχω φαγούρα • έχω ψυλλιαστεί • έχω ως αποτέλεσμα • έχω ως υπόδειγμα • έχω(σε) απόθεμα • αρνούμαι να έχω • δεν έχω • δεν έχω αποτέλεσμα • δεν έχω αρκετό • δεν έχω διαθέσιμο προς πώληση • δεν έχω ιδέα • δεν έχω ικανό • δεν έχω καμία σχέση με • δεν έχω καμιά ελπίδα • δεν έχω κπ. ικανό για κτ. • δεν έχω κτ. να κάνω • δεν έχω ούτε ιερό ούτε όσιο • δεν έχω σε μεγάλη εκτίμηση • δεν έχω σημασία • δεν το έχω σε τίποτα να • διστάζω έχω σωματικό τικ • θα ήθελα (να έχω) • ισχύω ως έχω • μιλώ χωρίς να έχω πάρει άδεια • παύω να έχω • τι έχω διαθέσιμο • το έχω βάλει μεράκι να • το έχω δίπορτο

Dicionario analógico


έχω (v.)

factotum (en)[Domaine]

Process (en)[Domaine]


έχω (v.)




έχω (v.)

factotum (en)[Domaine]

Planning (en)[Domaine]

θέλω[Hyper.]


έχω (v.)



έχω (v.)





έχω (v.)

factotum (en)[Domaine]

attribute (en)[Domaine]






έχω (v.)


έχω (v.)



 

todas as traduções do έχω


Conteùdo de sensagent

  • definição
  • sinónimos
  • antónimos
  • enciclopédia

 

4394 visitantes em linha

calculado em 0,078s