Publicitade E▼
αγκράφα (n.)
1.εξάρτημα, συχνά μεταλλικό, που ενώνει δύο άκρες (ζώνης, ιμάντα κ.τ.λ.) ή που παίζει διακοσμητικό ρόλο (σε ρούχα, σε παπούτσια κ.τ.λ.)
2.αντικείμενο που συνδέει δύο τμήματα μιας κατασκευής
Publicidade ▼
αγκράφα (n.)
αγκράφα (n.)
άγκυρα, αγκράφα, συνδετήρας, φερμουάρ[Hyper.]
ζώνομαι, κουμπώνω, πιάνω[Dérivé]
αγκράφα (n.)
hook; fastener; staple (en)[Classe]
(οριστικό) κλείσιμο[ClasseParExt.]
αγκράφα (n.)
factotum (en)[Domaine]
Device (en)[Domaine]
συγκράτηση[Hyper.]
αναρτώ, δένω, προσδένω, στερεώνω, συνάπτω, τοποθετώ - δένομαι - προσφύομαι[Dérivé]
Publicidade ▼
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s