Publicitade R▼
ακύρωση (n.)
1.το να παύει κάτι να ισχύει, η άρση της ισχύος, η ακύρωση κάποιου πράγματος
2.η μη τήρηση κάποιου πράγματος, η άρση της ισχύος του, η ακύρωση συμβολαίου από τα ενδιαφερόμενα μέλη
3.η κατάργηση ή ανάκληση της εγκυρότητας, της νόμιμης ισχύος
4.η ενέργεια του ματαιώνω, η πράξη της μη πραγματοποίησης κάποιου πράγματος
ακύρωση (n.f.)
1.δυσμενής έκβαση για κάποιον σε οποιονδήποτε αγώνα ή αναμέτρηση (πολιτική, κοινωνική, ιδεολογική κ.τ.λ.)
Publicidade ▼
Ver também
Publicidade ▼
ακύρωση (n.)
ακύρωση; κατάργηση[ClasseHyper.]
αλλαγή κατάστασης[Hyper.]
καταργώ[Nominalisation]
negate, neutralise, neutralize, nullify (en) - ακυρώνω, καταργώ - override (en) - override (en)[Dérivé]
ακύρωση (n.)
ακύρωση, ματαίωση[Hyper.]
ακυρώνω, καταργώ[Nominalisation]
αίρω, ακυρώνω, ανακαλώ, καταργώ[Dérivé]
δίκαιο, νομοθεσία, νόμοι, νόμος[Domaine]
ακύρωση (n.)
άρνηση[Hyper.]
cancel, strike down (en)[Dérivé]
ακύρωση (n.)
παραλογισμός[Hyper.]
άκυρος[Dérivé]
ακύρωση (n.)
economy (en)[Domaine]
Declaring (en)[Domaine]
ακύρωση, κατάργηση[Hyper.]
cancel, strike down (en) - ακυρώνω, ματαιώνω[Dérivé]
ακύρωση (n. f.)
κατάληξη, συμπέρασμα, τέλος - αποτυχία[Hyper.]
ακυρώνω, απορρίπτω - ηττοπαθής[Dérivé]
γιορτή, θρίαμβος, νίκη[Ant.]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,062s