Publicitade R▼
ανέχομαι (v.)
1.υπομένω κάποιον ή κάτι δυσάρεστο
2.πιέζω, ωθώ, ερεθίζω κάποιον (με λόγια, ενέργειες, συμπεριφορά) να κάνει κάτι, να αντιδράσει, παρακινώ, πείθω κάποιον να ενεργήσει με συγκεκριμένο τρόπο
Publicidade ▼
ανέχομαι
κάνω την ανάγκη φιλοτιμία, κάνω υπομονή, κάνω ό, τι μπορώ σε δύσκολες συνθήκες, υφίσταμαι αδιαμαρτύρητα
ανέχομαι (v.)
αντέχω, αντέχω να υποστηρίξω, βαστώ, δέχομαι, παίρνω, προκαλώ, προσλαμβάνω, σηκώνω, στηρίζω, συνεργώ, υποβαστάζω, υπομένω, υποφέρω, υφίσταμαι
Ver também
ανέχομαι (v.)
Publicidade ▼
ανέχομαι
ανέχομαι
ανέχομαι
ανέχομαι (v.)
ενθαρρύνω, προάγω, προωθώ[Hyper.]
ανέχομαι (v.)
être l'objet de qqch de non désiré (fr)[Classe]
résister (fr)[Classe]
éprouver une douleur physique (fr)[Classe]
abide; withstand; tolerate; put up with (en)[ClasseHyper.]
permettre (autoriser) (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
patient (en)[Domaine]
αφήνω, επιδοκιμάζω, επιτρέπω, υποστηρίζω[Hyper.]
abidance (en) - ανεκτικότητα, ανοχή - ανοχή - αντοχή - kind, tolerant (en) - patient of, tolerant (en) - ανεκτός, υποφερτός[Dérivé]
υποφέρω[Domaine]
ανέχομαι (v.)
factotum (en)[Domaine]
causes (en)[Domaine]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,062s