Publicitade D▼
αναγνωρίζω (v.)
1.παραδέχομαι, αναγνωρίζω την αλήθεια μιας κατάστασης, ενός γεγονότος
2.αντιλαμβάνομαι, αποδέχομαι κάτι ως ίδιο
3.διαπιστώνω, βρίσκω την ταυτότητα προσώπου ή πράγματος που κάποτε γνώρισα, ανασυνθέτοντας τα ιδιαίτερα γνωρίσματά του
4.αναγνωρίζω κάποιον ή κάτι με τις αισθήσεις ή με τη λογική μου, σχηματίζω την οπτική ή ακουστική του παράσταση στη σκέψη μου
5.δείχνω έγκριση
6.αναγνωρίζω κάτι ως πραγματικό, ως γεγονός. Επιβεβαιώνω κάτι ως αληθινό, προβαίνοντας σε ομολογία
7.αναγνωρίζω ως κάτι οικείο, γνωστό
αναγνωρίζω
1.απονέμω, παραχωρώ σε κάποιον κάτι
Publicidade ▼
αναγνωρίζω
αποδίδω, δείχνω το ακριβές σημείο, εντοπίζω, επαινώ, θυμάμαι, περιγράφω με ακρίβεια, πετυχαίνω διάνα, προσδιορίζω
αναγνωρίζω (v.)
ακούω, αναφέρω ονομαστικά, αντιλαμβάνομαι, βλέπω, γνωρίζω, δέχομαι, διακρίνω, είμαι ευγνώμων για κτ., κατονομάζω, ξέρω, ομολογώ, παίρνει το μάτι μου, παραδέχομαι, παρατηρώ
Ver também
αναγνωρίζω (v.)
↘ αναγνώριση, αν υποθέσουμε, εντοπισμός, ομολογία, ταυτοποίηση ≠ αποποιούμαι, αρνιέμαι, αρνούμαι, διαψεύδω
Publicidade ▼
αναγνωρίζω
factotum (en)[Domaine]
Giving (en)[Domaine]
γνωστοποιώ, εκφράζω, επικοινωνώ, μεταφέρω πληροφορίες[Hyper.]
ανταπόδοση, απόδοση[Dérivé]
εκχωρώ, παραχωρώ[Domaine]
αναγνωρίζω
toucher une cible (fr)[Classe]
ακολουθώ τα ίχνη, ανακαλύπτω, εντοπίζω[Hyper.]
κηλίδα, σημάδι, στίγμα[Dérivé]
αναγνωρίζω
αναγνωρίζω (v.)
avouer (fr)[Classe]
se confesser (fr)[Classe]
αναγνωρίζω (v.)
comprendre (fr)[Classe]
considérer comme semblable (fr)[Classe]
αναγνωρίζω (v.)
reconnaître, percevoir, trouver ce qu'on cherche (fr)[Classe]
considérer comme semblable (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
Remembering (en)[Domaine]
αναγνωρίζω (v.)
comprendre (fr)[Classe]
repérer (fr)[Classe]
view; look; see (en)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
Seeing (en)[Domaine]
αναγνωρίζω (v.)
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
αναγνωρίζω (v.)
ανακοινώνω, δηλώνω εισόδημα[Hyper.]
admission (en) - αναγνώριση - ομολογητόσ[Dérivé]
αναγνωρίζω (v.)
αναγνωρίζω (v.)
αναγνωρίζω (v.)
σημαίνω[Hyper.]
εξακρίβωση - identity (en) - αναγνώριση, ταύτιση - ονομασία - identification (en)[Dérivé]
αναγνωρίζω (v.)
factotum (en)[Domaine]
Remembering (en)[Domaine]
ανταμείβω, θυμάμαι, μνημονεύω[Hyper.]
γνωρίζω, ξέρω[Domaine]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,078s