Publicitade R▼
αναγνωρισμένος (adj.)
αποδεκτός, διαπιστευμένος, εξουσιοδοτούμενος, που διαθέτει νόμιμη άδεια για πώληση αλκοόλ
αναγνωρισμένοσ (adj.)
Publicidade ▼
αναγνωρισμένος (adj.)
compétent (fr)[Classe]
(αρχή; δικαστικόσ κλάδοσ; δικαστικό αξίωμα)[termes liés]
authorised, authorized (en)[Similaire]
αναγνωρισμένοσ (adj.)
certified (en)[Similaire]
Publicidade ▼
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,032s