Publicitade R▼
ανοησία (n.)
1.ανόητο λάθος
2.άστοχη, αδέξια, άκαιρη πράξη ή ενέργεια που φέρνει αμηχανία σε αυτόν που το κάνει
Publicidade ▼
Ver também
ανοησία (n.)
↗ αργόστροφος, βλακώδησ, ηλίθιος, ηλίθιοσ, καθυστερημένος, κουτός, περιορισμένος, χαζός
Publicidade ▼
ανοησία (n.)
bêtise (manque d'intelligence) (fr)[Classe]
chose absurde (fr)[ClasseParExt...]
λάθος[Hyper.]
βλακώδησ, ηλίθιοσ[Dérivé]
αργόστροφος, ηλίθιος, καθυστερημένος, κουτός, περιορισμένος, χαζός - inept, tactless (en)[Propriété~]
ανοησία (n.)
action sotte ou maladroite (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
bousiller (fr)[Nominalisation]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s