Publicitade R▼
ανόητος (adj.)
1.αδιάφορος ή ανόητος, που συμπεριφέρεται, μιλά ή ενεργεί με τρόπο που δείχνει έλλειψη νου, σκέψης
2.αυτός που δεν τον διακρίνει εξυπνάδα, ταχύτητα στην αντίληψη ή σωστή κρίση. Αυτός που έχει μειωμένη αντιληπτική ή κριτική ικανότητα
ανόητος (n.)
1.πρόσωπο με μειωμένη νοημοσύνη
Publicidade ▼
ανόητος (adj.)
άμυαλος, ανεγκέφαλος, απερίσκεπτος, αποχαυνωμένος, ασυνάρτητος, βλάκας, βραδύνους, γαϊδουρινός, δειλός, ηλίθια, ηλίθιο, ηλίθιος, κουτός, μαλθακός, παράλογος, χαζός
ανόητος (n.)
ανίκανος, βλάκας, γάϊδαρος, διανοητικά καθυστερημένος, ηλίθιος, ιδιώτης, κουτός, μαλάκας, μικρόνους, χαζός, χοντροκέφαλος
ανόητος (n.m.)
Ver também
ανόητος (adj.)
↘ απλοϊκότητα, αφέλεια, βλακωδώσ, ηλιθιότητα, κουταμάρα, χαζομάρα ≠ έξυπνος, ευφυής, οξύνους
Publicidade ▼
ανόητος (adj.)
βραδύνους[Similaire]
έκφραση της καθομιλουμένης[Domaine]
ανόητος (adj.)
preposterously; nonsensical; preposterous; absurd (en)[Classe]
bête (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
γελοίος[Similaire]
ανόητος (adj.)
bête (fr)[Classe]
ανόητος (adj.)
γελοίος[Similaire]
ανόητος (adj.)
άσκοπος, που δεν έχει νόημα[Similaire]
ανόητος (adj.)
inconstant et capricieux (fr)[Classe]
qui est, ou semble frappé de folie (fr)[Classe]
preposterously; nonsensical; preposterous; absurd (en)[Classe]
bête (fr)[Classe]
qui n'est pas possible (fr)[Classe]
déraisonnable (fr)[Classe]
ridicule (fr)[Classe]
βραδύνους[Similaire]
ανόητος (adj.)
επιπόλαιος[Similaire]
ανόητος (n.)
ανόητος (n. m.)
αγαθιάρης, χαζός[Hyper.]
ξεγελώ - befool, fool, gull (en)[Dérivé]
ανόητοσ (adj.)
γελοίος[Similaire]
έκφραση της καθομιλουμένης[Domaine]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,047s