Publicitade R▼
απαλλαγή (n.)
1.η ενέργεια του να απαλλάσεις, να εξαιρείς κάποιον από μια θέση, καθήκον, βάρος
2. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεφορτώνομαι κάτι
3.απαλλαγή από κάποια υποχρέωση ή καθήκον
Publicidade ▼
απαλλαγή (n.)
έκλυση, απελευθέρωση, απομάκρυνση, απόλυση, ελευθερία, εξαίρεση, κυκλοφορία
⇨ απαλλαγή από τέλη εξαγωγής • απαλλαγή από την εκτέλεση του προϋπολογισμού • δασμολογική απαλλαγή • φορολογική απαλλαγή
⇨ απαλλαγή από τέλη εξαγωγής • απαλλαγή από την εκτέλεση του προϋπολογισμού • δασμολογική απαλλαγή • φορολογική απαλλαγή
Publicidade ▼
απαλλαγή (n.)
factotum (en)[Domaine]
NormativeAttribute (en)[Domaine]
παραίτηση[Hyper.]
immune (en)[Dérivé]
απαλλαγή (n.)
genius; aptitude; ability; talent (en)[Classe]
caractère de l'individu (fr)[Classe...]
factotum (en)[Domaine]
Removing (en)[Domaine]
δράση, πράξη[Hyper.]
απαλλαγή (n.)
απαλλαγή (n.)
law (en)[Domaine]
Permission (en)[Domaine]
ανοσία[Hyper.]
απαλλάσσω, απελευθερώνομαι[Dérivé]
απαλλαγή (n.)
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s