Publicitade R▼
αποβολή (n.)
1.απότομη διακοπή κύησης
2.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποπέμπω, αποβάλλω, απομακρύνω
3.η πρόωρη έξοδος από τη μήτρα του κυοφορούμενου εμβρύου
αποβολή (n.f.)
1.διακοπή της εγκυμοσύνης
Publicidade ▼
αποβολή (n.)
ανάρτηση, αναστολή, αποκλεισμός, απομάκρυνση, αποπομπή, αποτυχία, διαθεσιμότητα, δικαστική πλάνη, εκδίωξη, εκτίναξη, θνησιγένεια
Ver também
αποβολή (n.f.)
αποβολή (n.)
↗ απολύω, αποπέμπω, δίνω σε κπ. τα παπούτσια στο χέρι, κάνω περικοπές προσωπικού
Publicidade ▼
αποβολή (n.)
échec (fr)[Classe]
αποτυχία[Hyper.]
διακόπτω, εγκαταλείπω, ματαιώνομαι, ματαιώνω - αποτυγχάνω, πάω στραβά[Dérivé]
αποβολή (n.)
ενεργοποίηση, προώθηση[Hyper.]
εκβάλλω - εκτινάζομαι, εκτινάζω, εκτοξεύομαι - εκτινάσσομαι[Dérivé]
αποβολή (n.)
action de démettre qqn de ses fonctions sociales (fr)[Classe]
law (en)[Domaine]
Removing (en)[Domaine]
debarment (en)[Hyper.]
debar, suspend (en)[Nominalisation]
αποβολή (n.)
action de démettre qqn de ses fonctions sociales (fr)[Classe]
expulsion d'un individu (fr)[Classe]
sanction dans un sport de ballon (fr)[Classe]
règle de différents sports de ballon (fr)[DomainDescrip.]
factotum (en)[Domaine]
Removing (en)[Domaine]
expulser (fr)[Nominalisation]
αποβολή (n.)
αποβολή (n. f.)
abortion (en)[ClasseHyper.]
λήξη, τερματισμός - άκρη, ακριανός, ουρά, τέλος, τελευταίο τμήμα[Hyper.]
κάνω έκτρωση[Nominalisation]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s