Publicitade R▼
απογοητεύω (v.)
1.προκαλώ σε κάποιον απογοήτευση, οδηγώ σε δυσχερή κατάσταση
2.διαψεύδω τις ελπίδες ή τις προσδοκίες κάποιου
3.προκαλώ σε κάποιον στενοχώρια ή δυσαρέσκεια με κάποια ενέργειά μου, αντίθετη με τις επιθυμίες του
4.ματαιώνω την πραγματοποίηση (σχεδίου, προθέσεων)
Publicidade ▼
απογοητεύω (v.)
ανατρέπω, ανοίγω τα μάτια κπ., αποθαρρύνω, αποτυγχάνω να βοηθήσω σε κτ., αχρηστεύω, βγάζω κπ. από την πλάνη, δυσαρεστώ, εμποδίζω, κακοκαρδίζω, καταθλίβω, ματαιώνω, ρίχνω, σταματώ
Ver também
απογοητεύω (v.)
↘ άβολος, δύσκολος, κατάθλιψη ≠ αναπτερώνω, αρέσω, δίνω μεγάλη ευχαρίστηση, εγκαρδιώνω, εκστασιάζω, εμψυχώνω, ενθαρρύνω, ευφραίνω, ικανοποιώ, συναρπάζω, τέρπω
Publicidade ▼
απογοητεύω (v.)
rendre faible (moral) (fr)[Classe]
απογοητεύω (v.)
psychology (en)[Domaine]
IntentionalPsychologicalProcess (en)[Domaine]
απογοητεύω (v.)
désillusionner (fr)[Classe]
απογοητεύω (v.)
déplaire (fr)[Classe]
[ n'en déplaise à ] (fr)[Syntagme]
δυσαρεστώ, στενοχωρώ[Hyper.]
dissatisfaction (en) - απογοητευτική, απογοητευτικό, απογοητευτικός[Dérivé]
απογοητεύω, αποτυγχάνω να βοηθήσω σε κτ.[Domaine]
ικανοποιώ[Ant.]
απογοητεύω (v.)
απογοητεύω (v.)
résister (fr)[Classe]
faire obstacle à (fr)[Classe]
empêcher (de faire, de se produire) (fr)[Classe]
(meeting) (en)[termes liés]
απογοητεύω (v.)
priver qqn d'un avantage (fr)[Classe]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,032s