Publicitade D▼
αποδέχομαι (v.)
1.δέχομαι ευχαρίστως
2.συμφωνώ με μία άποψη, ενστερνίζομαι
Publicidade ▼
αποδέχομαι
Ver também
Publicidade ▼
⇨ αποδέχομαι δικόγραφα • αποδέχομαι κλοπιμαία • αποδέχομαι κτ. • αποδέχομαι μια θέση • αποδέχομαι τη συμπεριφορά των άλλων και περιμένω οι άλλοι να αποδεχτούν και τη δική μου
αποδέχομαι (v.)
factotum (en)[Domaine]
Getting (en)[Domaine]
αποκτώ, λαμβάνω, παίρνω[Hyper.]
acceptance (en) - αποδοχή, υιοθεσία - taker (en)[Dérivé]
λαμβάνω[Domaine]
αρνιέμαι, αρνούμαι[Ant.]
αποδέχομαι (v.)
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,047s