Publicitade R▼
αποκλείω (v.)
1.κλείνω μέσα ή έξω, εμποδίζω ή απαγορεύω την είσοδο, την έξοδο, τη διέλευση
2.δεν περιλαμβάνω
3.ενεργώ κατά τρόπο που να προλαμβάνει και να αποτρέπει ενέργειες
4.εκθέτω αναλυτικά και κατά σειρά πράγματα ή γεγονότα
5.αγοράζω με πίστωση
6.δεν περιλαμβάνω, αφήνω εκτός συνόλου
7.αποκλείω, δεν περιλαμβάνω (κάποιον ή κάτι) σε σύνολο, αφήνω έξω από σειρά, κατάσταση ή κατάταξη
8.ρίχνω τον ίσκιο μου πάνω σε κάτι
9.απομακρύνω από έναν τόπο
Publicidade ▼
αποκλείω
αποκλείω (v.)
αμελώ, απαριθμώ, αποκλείω μια περιοχή, απομακρύνω απεργοσπάστες, απομονώ, απομονώνω, αριθμώ συνολικά, βγάζω από τη μέση, δεν εισέρχομαι, δεν συμπεριλαμβάνω, διώχνω, εγκαθιστώ ομάδες περιφρούρησης ή περιπόλους, εμποδίζω, εξαιρώ, εξαλείφω, επισκιάζω, κάνω έξωση, κάνω κπ. ακατάλληλο για κτ., κάνω περιπολία, καταργώ, κλείνω απ' έξω, κλειδώνω έξω, λογαριάζω, μένω ή κρατώ κπ. έξω, μπλοκάρω, παρακάμπτω, παραλείπω να κάνω κτ., περιλαμβάνω, πετώ έξω, πιστώνω, συγκαταλέγω, υπολογίζω, φέρνω σε κατάσταση αποκλεισμού, χρεώνω
Ver também
αποκλείω (v.)
↘ απαρίθμηση, αποβολή, αποκλεισμός, απομόνωση, εκτίναξη, εξαίρεση, λογαριασμός, μετρήσιμος, μόνωση, ξαναμετρώ, υπολογισμός ≠ βάζω, δίνω τα απαραίτητα εφόδια, είμαι κα, παρέχω τα προσόντα, περιέχω, περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω
Publicidade ▼
⇨ αποκλείω (μια περιοχή) • αποκλείω ένα χώρο με σκοινί • αποκλείω κπ. από διαγωνισμό • αποκλείω μια περιοχή • νικώ κπ. και τον αποκλείω από διαγωνισμό
αποκλείω
περιβάλλω, περικλείω[Hyper.]
αποκλείω (v.)
κατακλύζω, πολιορκώ[Hyper.]
αποκλεισμός[Dérivé]
αποκλείω (v.)
αποκλείω (v.)
αποκλείω (v.)
s'isoler, se séparer des autres (fr)[Classe]
s'abriter (fr)[Classe...]
τεμαχίζω[Classe]
ethnology (en)[Domaine]
Removing (en)[Domaine]
απομονώνω, μονώνω[Hyper.]
απόσυρση - confining, seclusion (en) - διαχωρισμός - withdrawer (en)[Dérivé]
αναβάλλω, διακόπτω προσωρινά[Domaine]
αποκλείω (v.)
αποκλείω (v.)
αποκλείω (v.)
building_industry (en)[Domaine]
Removing (en)[Domaine]
καταστρέφω[Hyper.]
διάλυση, ρευστοποίηση, τελική εξόφληση - αποκλεισμός, εξάλειψη - εξαλείφων[Dérivé]
αποκλείω (v.)
démettre qqn de ses fonctions sociales (fr)[Classe]
enlever une partie, un élément d'un tout (fr)[Classe]
excepter (ne pas comprendre dans) (fr)[Classe]
ne pas tenir compte (fr)[Classe]
exclure d'une organisation politique (fr)[Classe]
faire partir (fr)[Classe]
ne pas avoir le souvenir (de qqn, qqch), oublier (fr)[Classe]
building_industry (en)[Domaine]
IntentionalProcess (en)[Domaine]
αποκλείω, βγάζω από τη μέση, εξαλείφω, καταργώ[Hyper.]
παράλειψη - εξαίρεση - omissible (en) - αποκλειστικός, μοναδικός, μόνος[Dérivé]
συμπεριλαμβάνω[Ant.]
αποκλείω (v.)
αποκλείω (v.)
αποβάλλω[Hyper.]
αποβολή, αποκλεισμός, εκτίναξη - cartridge ejector, ejector (en)[Dérivé]
αποκλείω (v.)
αποκλείω (v.)
διαδηλώνω[Hyper.]
ομάδα περιφρούρησης απεργίας[Dérivé]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,047s