Publicitade D▼
αποκομίζω (v.)
1.παίρνω κάτι μαζί μου φεύγοντας, αποχωρώντας
2.κερδίζω,αποκτώ κτ προς όφελός μου
3.κερδίζω χρήματα ή γενικότερα υλικά αγαθά
4.αποκτώ, πορίζομαι, π.χ. αποκομίζω οφέλη, πλεονεκτήματα
5.αποκτώ κάτι από εμπορική ή επιχειρηματική κίνηση, όπως αύξηση μισθού ή αμοιβή
Publicidade ▼
αποκομίζω (v.)
Ver também
αποκομίζω (v.)
≠ εκπίπτω, κομίζω, πηγαίνω και φέρνω κτ., ρεφάρω, στερούμαι, φέρνω, χάνω, χάνω δικαίωμα
Publicidade ▼
αποκομίζω (v.)
factotum (en)[Domaine]
Removing (en)[Domaine]
αποκομίζω (v.)
factotum (en)[Domaine]
modalAttribute (en)[Domaine]
αξιοποιώ, εξασκώ, χρησιμοποιώ[Hyper.]
enjoyment, use (en)[Dérivé]
αποκομίζω (v.)
αποκομίζω, βγάζω, κερδίζω, κερδίζω από πώληση[Hyper.]
έσοδα, κέρδη, κέρδος[Dérivé]
ρεφάρω - βγάζω λεφτά, χάνω[Ant.]
αποκομίζω (v.)
αποκτώ, εξασφαλίζω[Hyper.]
αποκομίζω (v.)
αποκτώ, λαμβάνω, παίρνω[Hyper.]
μισθωτός - gainer (en)[Dérivé]
κάνω - αποκομίζω καθαρά, αποφέρω καθαρά[Domaine]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,047s