Publicitade R▼
αριστερός (n.)
1.άτομο που ανήκει στον πολιτικό ιδεολογικό χώρο της αριστεράς
αριστερός (adj.)
1.αυτός που υποστηρίζει ή αναφέρεται σε σοσιαλιστικές ή κομουνιστικές ιδέες
2.αυτός που βρίσκεται στο αριστερό χέρι ή στην αριστερή πλευρά σε σχέση με τη θέση (μέτωπο) του ομιλητή ή του παρατηρητή
Publicidade ▼
αριστερός (adj.)
αριστερός (n.)
Ver também
αριστερός (n.)
αριστερός (adj.)
≠ δεξιός
Publicidade ▼
αριστερός (adj.)
δεξιός - center (en)[Ant.]
αριστερός (adj.)
factotum (en)[Domaine]
Left (en)[Domaine]
δεξιός[Ant.]
θέση, κατάσταση, τοποθεσία[Dérivé]
αριστερός (adj.)
left; on the left; to the left (en)[Classe]
situé, placé (fr)[Classe...]
αριστερός[Similaire]
αριστερός (n.)
πολιτικός, πολιτικός άνδρας[Hyper.]
σοσιαλισμός - σοσιαλισμός, σοσιαλιστική οικονομία - σοσιαλιστικός[Dérivé]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,172s