definição e significado de αφήνω | sensagent.com


   Publicitade E▼


 » 
alemão búlgaro chinês croata dinamarquês eslovaco esloveno espanhol estoniano farsi finlandês francês grego hebraico hindi holandês húngaro indonésio inglês islandês italiano japonês korean letão língua árabe lituano malgaxe norueguês polonês português romeno russo sérvio sueco tailandês tcheco turco vietnamês
alemão búlgaro chinês croata dinamarquês eslovaco esloveno espanhol estoniano farsi finlandês francês grego hebraico hindi holandês húngaro indonésio inglês islandês italiano japonês korean letão língua árabe lituano malgaxe norueguês polonês português romeno russo sérvio sueco tailandês tcheco turco vietnamês

Definição e significado de αφήνω

Definição

αφήνω (v.)

1.διακόπτω την επικοινωνία με κάποιον

2.σταματώ να ασχολούμαι, να ενδιαφέρομαι π.χ "άφησα να γίνει γνωστό ότι δεν ενδιαφερόμουν"

3.αφήνω κάτι να γίνει, να υπάρχει

4.εγκαταλείπω κάποιον ή κάτι και φεύγω, είτε σκόπιμα είτε από αμέλεια

5.αφήνω κάτι ελεύθερο

6.παύω να έχω επαφή με κάποιον ή κάτι, να κρατώ κάτι

7.κατεβάζω κάποιον από όχημα σε συγκεκριμένο σημείο

8.βγαίνω έξω ή φεύγω μακρυά από συγκεκριμένο σημείο

9.φεύγω και δεν παίρνω κάτι ή κάποιον μαζί μου. Παρατώ

10.αναθέτω σε κάποιον την προστασία και την φροντίδα κάποιου

11.τοποθετώ προσεκτικά, αφήνω κάτι στο έδαφος ή στη θέση του

12.αφήνω κάτι όπως είναι, αμετάβλητο, αναλλοίωτο, δεν παρεμβαίνω

13.αφήνω κληρονομιά, κληροδοτώ

14.δίνω σε κάποιον την άδεια, τη δυνατότητα να κάνει ή να πει κάτι

αφήνω

1.απλώνω κάποιον/κάτι σε μήκος και πλάτος

   Publicidade ▼

Sinónimos

Ver também

   Publicidade ▼

Locuções

αφήνω άναυδο • αφήνω ελεύθερο • αφήνω κληρονομιά • αφήνω κπ. άναυδο • αφήνω κπ. ή κτ. ελεύθερο • αφήνω κπ. ή κτ. να μεγαλώσει • αφήνω κπ. ήσυχο • αφήνω κπ. αδιάφορο • αφήνω κπ. ελεύθερο • αφήνω κπ. να μπει ή να βγει • αφήνω κπ. να πεθάνει από την πείνα • αφήνω κπ. να φύγει • αφήνω κπ. να φύγει χωρίς τιμωρία • αφήνω κπ. στα κρύα του λουτρού • αφήνω κτ. από τα χέρια μου • αφήνω κτ. να πέσει • αφήνω κτ. να περάσει χωρίς να αναλάβω δράση • αφήνω κτ. χωρίς επιτήρηση • αφήνω να μου ξεφύγει • αφήνω να το καλοσκεφτώ • αφήνω να τρέξουν τα σάλια μου • αφήνω πίσω • αφήνω σημάδι • αφήνω στη μέση • αφήνω τα πράγματα ως έχουν • αφήνω τα σημάδια μου • αφήνω τις ντροπές • δεν αφήνω κπ. να προχωρήσει προς τα εμπρός • δεν αφήνω κπ. να σηκωθεί • δεν αφήνω κτ. να μου φύγει • δεν αφήνω σε χλωρό κλαρί(φρ.)

Dicionario analógico



αφήνω (v.)









αφήνω (v.)






 

todas as traduções do αφήνω


Conteùdo de sensagent

  • definição
  • sinónimos
  • antónimos
  • enciclopédia

 

5101 visitantes em linha

calculado em 0,031s