Publicitade R▼
αχρηστεύω (v.)
1.καθιστώ κάτι ακατάλληλο για χρήση, αναποτελεσματικό
2.καταστρέφω κάτι, κάνω κάτι ακατάλληλο προς χρήση
3.πετάω κάτι στα άχρηστα
4.θέτω κάτι ή κάποιον εκτός λειτουργίας ή στο περιθώριο
5.ματαιώνω την πραγματοποίηση (σχεδίου, προθέσεων)
Publicidade ▼
αχρηστεύω (v.)
ανατρέπω, απενεργοποιώ, απογοητεύω, απορρίπτω, εμποδίζω, καίω, ματαιώνω, ξεφορτώνομαι, πετώ, σταματώ
Ver também
αχρηστεύω (v.)
Publicidade ▼
αχρηστεύω (v.)
αχρηστεύω (v.)
αχρηστεύω (v.)
αχρηστεύω (v.)
αχρηστεύω (v.)
résister (fr)[Classe]
faire obstacle à (fr)[Classe]
empêcher (de faire, de se produire) (fr)[Classe]
(meeting) (en)[termes liés]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s