Publicitade R▼
βάζω (v.)
1.τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο
2.ρίχνω ή γενικότερα προσθέτω (για φαγητό)
3.(για βαθμούς) βαθμολογώ
4.ωθώ κάποιον να κάνει κάτι
5.(αθλ.) επιτυγχάνω γκολ
6.τοποθετώ
7.(για ηλεκτρική συσκευή) ανάβω, θέτω σε λειτουργία
8.κάνω μία επένδυση (λεφτά ,κεφάλαια, κ.λ.π.)
9.εισάγω κάποιον ως μέλος σε μία ομάδα ανθρώπων με κοινή δράση
10.πιέζω κάτι ώστε να εισχωρήσει στη μάζα άλλου σώματος
11.φορώ (για ρούχα)
12.τοποθετώ κάποιον σε μία θέση (εργασίας)
13.ορίζω ,καθορίζω
14.αφήνω, βάζω κάτι (που μπορώ να το σηκώσω) σε ένα μέρος προσωρινά, τοποθετώ πρόχειρα, βάζω σε συγκεκριμένο μέρος
15.απλώνω κάτι επάνωσε μία επιφάνεια
16.φθάνω σε έναν προορισμό ή σε μια κατάσταση
βάζω
1.βάζω σε εφαρμογή, ξεκινώ με πάθος κάτι
2.τοποθετώ σε συγκεκριμένη θέση ένα δίκτυο και κάνω τις απαραίτητες συνδέσεις, ώστε να τεθεί σε λειτουργία
Publicidade ▼
βάζω
αποδύομαι, αρχίζω, βάζω μπρος, εγκαθιστώ, καταπιάνομαι με, κατασκευάζω, μπαίνω σε ενέργεια, ξεκινώ, ξεκινώ κτ., παίρνω μπρος, στήνω, τοποθετώ
βάζω (v.)
έρχομαι, αλείφω, αυξάνω, βρίσκομαι, βυθίζομαι, διορίζω, ελαττώνομαι, εναποθέτω, επαλείφω, επενδύω, επιθέτω, επιχρίω, ισχύω, καθορίζω, καρφώνω, καταφτάνω, μειώνομαι, μπήγω, μπαίνω, ορίζω, πέφτω, παίρνω, παρακινώ, πηγαίνω, ποζάρω, προσθέτω, σπρώχνω, τοποθετώ, υποχωρώ, φθάνω, φορώ, φτάνω, χαμηλώνω, ωθώ
Ver também
βάζω (v.)
↘ ενεργοποιήση, επένδυση, επισκέπτης, ερχόμενος, υποψηφιότητα ≠ αναχωρώ, αποκλείω, αποσύρω επένδυση, δεν εισέρχομαι, εμποδίζω, επισκιάζω, κλείνω, κλείνω διακόπτη, κλειδώνω έξω, λουκέτο, μένω ή κρατώ κπ. έξω, οριστικό κλείσιμο, παύω να λειτουργώ, σβήνω, φεύγω
βάζω
Publicidade ▼
⇨ (βάζω) γκολ στο ράγκμπι • * τα βάζω με • *βάζω μπροστά • βάζω άλογο να τρέξει σε ιπποδρομία • βάζω ένα ρούχο στο νερό να μαζέψει • βάζω ένα τέλος σε κτ. • βάζω ένα όριο • βάζω γέμιση • βάζω γραμματόσημο • βάζω δόλωμα • βάζω ενέχυρο • βάζω επικεφαλίδα • βάζω εσωτερική επένδυση • βάζω θήκη σε δόντι • βάζω κάποιον για ύπνο • βάζω κάρυ στο φαγητό • βάζω κάτω • βάζω κατάπλασμα • βάζω κινητήρα • βάζω κοριούς • βάζω κορόνα • βάζω κπ. ή κτ. να επιτεθεί εναντίον κπ. • βάζω κπ. για ύπνο • βάζω κπ. να αναμετρηθεί με κπ. άλλο • βάζω κπ. να δουλεύει • βάζω κπ. να κάνει κτ. • βάζω κπ. στη θέση του • βάζω κπ. στο μάτι • βάζω κπ. στον τελικό κατάλογο επιλογής προσωπικού • βάζω κτ. γρήγορα κάπου • βάζω κτ. στη θέση του • βάζω κτ. στο ράφι (μτφ.) • βάζω λάδι σε κτ. • βάζω λάθοσ ημερομηνία • βάζω λουκέτο • βάζω λυτούς και δεμένους • βάζω μαζί • βάζω μπρος • βάζω μπροστά • βάζω νάρκη • βάζω νέο κάλυμμα σε κτ. • βάζω παράμερα • βάζω πιπέρι σε • βάζω σε ένα έγγραφο ημερομηνία προγενέστερη από την αλ • βάζω σε ένα έγγραφο ημερομηνία προγενέστερη από την αληθινή • βάζω σε εφαρμογή • βάζω σε καραντίνα • βάζω σε κλουβί • βάζω σε κυκλοφορία • βάζω σε κύκλο • βάζω σε παρένθεση • βάζω σε πειρασμό • βάζω σε σειρά • βάζω σε συγκεκριμένη κατάσταση • βάζω σε σωρό • βάζω σε τρύπα (στο γκολφ) • βάζω σε τσάντα • βάζω σκιά σε • βάζω σκοπό • βάζω στη δουλειά • βάζω στη θήκη • βάζω στην άκρη • βάζω στην άκρη για ειδικό σκοπό • βάζω στην άκρη για το μέλλον • βάζω στην άκρη για ώρα ανάγκης • βάζω στην μπρίζα • βάζω στην τσέπη • βάζω στο λογαριαμό • βάζω στο μυαλό κπ. • βάζω στοίχημα • βάζω στοίχημα οτί • βάζω στον κόπο • βάζω σωστά • βάζω τέλος σε κτ. • βάζω τέρμα σε κτ. • βάζω τα δυνατά μου • βάζω τα μέσα • βάζω τα πόδια στον ώμο, στην πλάτη • βάζω τακούνια • βάζω ταχύτητα • βάζω τζάμια • βάζω τις φωνές • βάζω υποψηφιότητα σε εκλογές • βάζω φιλμ • βάζω φωτιά • βάζω φωτιά σε • βάζω χέρι σε (μτφ.) • βάζω χειροπέδες • βάζω χειροπέδες σε κπ. • κάτω από βάζω πολλά καρπούζια την ίδια μασχάλη • τα βάζω με • τα βάζω με κπ. σε παιχνίδι • το βάζω στα πόδια
βάζω
factotum (en)[Domaine]
Process (en)[Domaine]
βάζω
disposer des éléments en les combinant (fr)[Classe]
set; stand; put; place (en)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
Putting (en)[Domaine]
βάζω (v.)
προσθέτω[Hyper.]
βάζω (v.)
προσθέτω[Hyper.]
βάζω (v.)
βάζω (v.)
donner de la force (physique ou morale) (fr)[Classe]
faire désirer, donner envie (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
Process (en)[Domaine]
προξενώ - ανέχομαι, προκαλώ[Hyper.]
ελατήριο, κίνητρο, παρακίνηση - δράση, πράξη - ενεργοποίηση, προώθηση - motivating, motivation (en) - incitement, provocation (en) - αναθάρρηση, κίνητρο - πρόκληση - motivation (en) - motivating, motivative, motive (en)[Dérivé]
δίνω την εντύπωση, συγκινώ, φαίνομαι - συγκινώ[Domaine]
βάζω (v.)
σημειώνω, σκοράρω[Hyper.]
ποδόσφαιρο[Domaine]
βάζω (v.)
βάζω, ποζάρω, τοποθετώ[Hyper.]
βάζω (v.)
energize; put on; turn on; switch on; energise (en)[ClasseHyper.]
industry (en)[Domaine]
TurningOnDevice (en)[Domaine]
βάζω (v.)
αναλίσκω, αναλώνω, ξοδεύω[Hyper.]
επένδυση - δέσμευση - επενδυτής - επένδυση[Dérivé]
αποσύρω επένδυση[Ant.]
βάζω (v.)
factotum (en)[Domaine]
confersNorm (en)[Domaine]
βάζω (v.)
κατεβαίνω[Hyper.]
βάζω (v.)
βάζω (v.)
nommer qqn à une fonction (fr)[Classe]
choisir (fr)[Classe]
(nomination; appointment; elevation; raising), (candidate) (en)[termes liés]
βάζω (v.)
factotum (en)[Domaine]
IntentionalProcess (en)[Domaine]
βάζω (v.)
set; stand; put; place; put on; chuck; fling; hurl; throw; stick in; stick into (en)[ClasseHyper.]
faire entrer une chose dans une autre (fr)[Classe]
set; stand; put; place; fit up; lay; install; put in; set down; lay down (en)[ClasseHyper.]
set; stand; put; place (en)[ClasseHyper.]
mettre dans une position donnée (sans changer de place) (fr)[Classe]
mettre qqch dans une disposition causant une modification d'état (fr)[ClasseHyper.]
factotum (en)[Domaine]
Putting (en)[Domaine]
διαθέσιμος χώρος[GenV+comp]
βάζω (v.)
factotum (en)[Domaine]
Covering (en)[Domaine]
καλύπτω, σκεπάζω[Hyper.]
application, coating, covering (en) - όργανο επάλειψης - application, lotion (en)[Dérivé]
βάζω, ποζάρω, τοποθετώ[Analogie]
βάζω (v.)
parvenir à destination (fr)[Classe]
arriver de déplacement, de voyage (fr)[Classe]
pouvoir atteindre (un lieu) (fr)[ClasseHyper.]
factotum (en)[Domaine]
Arriving (en)[Domaine]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,078s