definição e significado de βάζω | sensagent.com


   Publicitade R▼


 » 
alemão búlgaro chinês croata dinamarquês eslovaco esloveno espanhol estoniano farsi finlandês francês grego hebraico hindi holandês húngaro indonésio inglês islandês italiano japonês korean letão língua árabe lituano malgaxe norueguês polonês português romeno russo sérvio sueco tailandês tcheco turco vietnamês
alemão búlgaro chinês croata dinamarquês eslovaco esloveno espanhol estoniano farsi finlandês francês grego hebraico hindi holandês húngaro indonésio inglês islandês italiano japonês korean letão língua árabe lituano malgaxe norueguês polonês português romeno russo sérvio sueco tailandês tcheco turco vietnamês

Definição e significado de βάζω

Definição

βάζω (v.)

1.τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο

2.ρίχνω ή γενικότερα προσθέτω (για φαγητό)

3.(για βαθμούς) βαθμολογώ

4.ωθώ κάποιον να κάνει κάτι

5.(αθλ.) επιτυγχάνω γκολ

6.τοποθετώ

7.(για ηλεκτρική συσκευή) ανάβω, θέτω σε λειτουργία

8.κάνω μία επένδυση (λεφτά ,κεφάλαια, κ.λ.π.)

9.εισάγω κάποιον ως μέλος σε μία ομάδα ανθρώπων με κοινή δράση

10.πιέζω κάτι ώστε να εισχωρήσει στη μάζα άλλου σώματος

11.φορώ (για ρούχα)

12.τοποθετώ κάποιον σε μία θέση (εργασίας)

13.ορίζω ,καθορίζω

14.αφήνω, βάζω κάτι (που μπορώ να το σηκώσω) σε ένα μέρος προσωρινά, τοποθετώ πρόχειρα, βάζω σε συγκεκριμένο μέρος

15.απλώνω κάτι επάνωσε μία επιφάνεια

16.φθάνω σε έναν προορισμό ή σε μια κατάσταση

βάζω

1.βάζω σε εφαρμογή, ξεκινώ με πάθος κάτι

2.τοποθετώ σε συγκεκριμένη θέση ένα δίκτυο και κάνω τις απαραίτητες συνδέσεις, ώστε να τεθεί σε λειτουργία

   Publicidade ▼

Sinónimos

Ver também

   Publicidade ▼

Locuções

(βάζω) γκολ στο ράγκμπι • * τα βάζω με • *βάζω μπροστά • βάζω άλογο να τρέξει σε ιπποδρομία • βάζω ένα ρούχο στο νερό να μαζέψει • βάζω ένα τέλος σε κτ. • βάζω ένα όριο • βάζω γέμιση • βάζω γραμματόσημο • βάζω δόλωμα • βάζω ενέχυρο • βάζω επικεφαλίδα • βάζω εσωτερική επένδυση • βάζω θήκη σε δόντι • βάζω κάποιον για ύπνο • βάζω κάρυ στο φαγητό • βάζω κάτω • βάζω κατάπλασμα • βάζω κινητήρα • βάζω κοριούς • βάζω κορόνα • βάζω κπ. ή κτ. να επιτεθεί εναντίον κπ. • βάζω κπ. για ύπνο • βάζω κπ. να αναμετρηθεί με κπ. άλλο • βάζω κπ. να δουλεύει • βάζω κπ. να κάνει κτ. • βάζω κπ. στη θέση του • βάζω κπ. στο μάτι • βάζω κπ. στον τελικό κατάλογο επιλογής προσωπικού • βάζω κτ. γρήγορα κάπου • βάζω κτ. στη θέση του • βάζω κτ. στο ράφι (μτφ.) • βάζω λάδι σε κτ. • βάζω λάθοσ ημερομηνία • βάζω λουκέτο • βάζω λυτούς και δεμένους • βάζω μαζί • βάζω μπρος • βάζω μπροστά • βάζω νάρκη • βάζω νέο κάλυμμα σε κτ. • βάζω παράμερα • βάζω πιπέρι σε • βάζω σε ένα έγγραφο ημερομηνία προγενέστερη από την αλ • βάζω σε ένα έγγραφο ημερομηνία προγενέστερη από την αληθινή • βάζω σε εφαρμογή • βάζω σε καραντίνα • βάζω σε κλουβί • βάζω σε κυκλοφορία • βάζω σε κύκλο • βάζω σε παρένθεση • βάζω σε πειρασμό • βάζω σε σειρά • βάζω σε συγκεκριμένη κατάσταση • βάζω σε σωρό • βάζω σε τρύπα (στο γκολφ) • βάζω σε τσάντα • βάζω σκιά σε • βάζω σκοπό • βάζω στη δουλειά • βάζω στη θήκη • βάζω στην άκρη • βάζω στην άκρη για ειδικό σκοπό • βάζω στην άκρη για το μέλλον • βάζω στην άκρη για ώρα ανάγκης • βάζω στην μπρίζα • βάζω στην τσέπη • βάζω στο λογαριαμό • βάζω στο μυαλό κπ. • βάζω στοίχημα • βάζω στοίχημα οτί • βάζω στον κόπο • βάζω σωστά • βάζω τέλος σε κτ. • βάζω τέρμα σε κτ. • βάζω τα δυνατά μου • βάζω τα μέσα • βάζω τα πόδια στον ώμο, στην πλάτη • βάζω τακούνια • βάζω ταχύτητα • βάζω τζάμια • βάζω τις φωνές • βάζω υποψηφιότητα σε εκλογές • βάζω φιλμ • βάζω φωτιά • βάζω φωτιά σε • βάζω χέρι σε (μτφ.) • βάζω χειροπέδες • βάζω χειροπέδες σε κπ. • κάτω από βάζω πολλά καρπούζια την ίδια μασχάλη • τα βάζω με • τα βάζω με κπ. σε παιχνίδι • το βάζω στα πόδια

Dicionario analógico




βάζω (v.)


βάζω (v.)









βάζω (v.)








 

todas as traduções do βάζω


Conteùdo de sensagent

  • definição
  • sinónimos
  • antónimos
  • enciclopédia

 

9226 visitantes em linha

calculado em 0,078s