definição e significado de βγάζω | sensagent.com


   Publicitade R▼


 » 
alemão búlgaro chinês croata dinamarquês eslovaco esloveno espanhol estoniano farsi finlandês francês grego hebraico hindi holandês húngaro indonésio inglês islandês italiano japonês korean letão língua árabe lituano malgaxe norueguês polonês português romeno russo sérvio sueco tailandês tcheco turco vietnamês
alemão búlgaro chinês croata dinamarquês eslovaco esloveno espanhol estoniano farsi finlandês francês grego hebraico hindi holandês húngaro indonésio inglês islandês italiano japonês korean letão língua árabe lituano malgaxe norueguês polonês português romeno russo sérvio sueco tailandês tcheco turco vietnamês

Definição e significado de βγάζω

Definição

βγάζω (v.)

1.αφαιρώ ή απομακρύνω κάτι, κάποιον

2.απομακρύνω κάποιον από κάπου ή από κάπου με την άσκηση βίας ή πίεσης

3.(για υγρά) αντλώ νερό από δοχείο ή πηγάδι

4.αποκτώ κάτι ή υφίσταμαι αλλαγή ως προς τα φυσικά χαρακτηριστικά

5.κάνω τη μαθηματική πράξη της αφαίρεσης

6.αποκτώ κάτι από εμπορική ή επιχειρηματική κίνηση, όπως αύξηση μισθού ή αμοιβή

7.επιδεικνύω,εμφανίζω σε άλλον κάτι

βγάζω

1.αποτελώ την αιτία ύπαρξης, κάνω κάτι να υπάρξει, προκαλώ, δημιουργώ

   Publicidade ▼

Sinónimos

Ver também

   Publicidade ▼

Locuções

* βγάζω ήχο τεντωμένης χορδής • βγάζω (κραυγή) • βγάζω (π.χ. ρούχα) • βγάζω (ρούχα κτλ.) • βγάζω άκρη • βγάζω άνθη • βγάζω ήχο • βγάζω ήχο κρυστάλλου • βγάζω ήχο τεντωμένης χορδής • βγάζω ακτινογραφία • βγάζω αλλεπάλληλες τολύπες καπνού • βγάζω αναστεναγμό • βγάζω από τη μέση • βγάζω από την πρίζα • βγάζω από το παιχνίδι (στο κρίκετ) • βγάζω ατμούς • βγάζω βιαστικά συμπεράσματα • βγάζω βόλτα • βγάζω για βοσκή • βγάζω δίσκο • βγάζω δυνατό ήχο • βγάζω δόντια • βγάζω εκτός παιχνιδιού τον παίκτη που έχει το μπαστούν • βγάζω εκτός παιχνιδιού τον παίκτη που έχει το μπαστούνι (στο κρίκετ) • βγάζω καπνό • βγάζω κπ. από την πλάνη • βγάζω κραυγές • βγάζω κραυγή • βγάζω κραυγή αγριόχηνας • βγάζω κτ. στη φόρα • βγάζω λεφτά • βγάζω λόγον • βγάζω με τα νύχια • βγάζω με το τσιγκέλι • βγάζω νόημα από • βγάζω νόημα από κτ. • βγάζω ξαφνικά εξανθήματα • βγάζω παρατσούκλι • βγάζω προς τα έξω • βγάζω προς τα έξω με δύναμη • βγάζω σάλιο • βγάζω σε • βγάζω σε κπ. το καπέλο • βγάζω σε λοταρία • βγάζω σπίθες • βγάζω σπόρους • βγάζω σπόρους (για φυτό) • βγάζω στα γρήγορα • βγάζω στη στεριά • βγάζω στη φόρα • βγάζω στο σφυρί • βγάζω συμπέρασμα • βγάζω συριστικό ήχο • βγάζω τα κόκαλα • βγάζω τα φρύδια μου • βγάζω το καϊμάκι • βγάζω το φίδι απ' την τρύπα • βγάζω φλόγες • βγάζω φωνή • βγάζω χρήματα εκμεταλλευόμενος την εμπιστοσύνη κπ. • βγάζω όλα τα μυστικά στη φόρα • παγιδεύω και βγάζω κπ. από το παιχνίδι • τα βγάζω πέρα • τα βγάζω πέρα (με) • τα βγάζω πέρα μόνος μου • τα βγάζω πέρα χωρίς

Dicionario analógico








βγάζω (v.)

βγάζω[Hyper.]


βγάζω (v.)



βγάζω (v.)



βγάζω (v.)




βγάζω (v.)


 

todas as traduções do βγάζω


Conteùdo de sensagent

  • definição
  • sinónimos
  • antónimos
  • enciclopédia

 

4991 visitantes em linha

calculado em 0,094s