Publicitade R▼
βγάζω (v.)
1.αφαιρώ ή απομακρύνω κάτι, κάποιον
2.απομακρύνω κάποιον από κάπου ή από κάπου με την άσκηση βίας ή πίεσης
3.(για υγρά) αντλώ νερό από δοχείο ή πηγάδι
4.αποκτώ κάτι ή υφίσταμαι αλλαγή ως προς τα φυσικά χαρακτηριστικά
5.κάνω τη μαθηματική πράξη της αφαίρεσης
6.αποκτώ κάτι από εμπορική ή επιχειρηματική κίνηση, όπως αύξηση μισθού ή αμοιβή
7.επιδεικνύω,εμφανίζω σε άλλον κάτι
βγάζω
1.αποτελώ την αιτία ύπαρξης, κάνω κάτι να υπάρξει, προκαλώ, δημιουργώ
Publicidade ▼
βγάζω (v.)
αδειάζω, αποκομίζω, αποσπώ, αφαιρώ, αφαιρώ με βία, αφαιρώ τρίβοντας, εκβάλλω, εμφανίζω, εξάγω, εξαρθρώνω, κερδίζω, κερδίζω από πώληση, παρουσιάζω, στραμπουλίζω, στραμπουλώ
Ver também
βγάζω (v.)
↘ αφαίρεση, αφαιρετικόσ, κατάστιχο, κράτηση, λογαριασμός, στραμπούληγμα, συμπέρασμα, συναγωγή συμπεράσματος ≠ αθροίζω, προσθέτω
Publicidade ▼
⇨ * βγάζω ήχο τεντωμένης χορδής • βγάζω (κραυγή) • βγάζω (π.χ. ρούχα) • βγάζω (ρούχα κτλ.) • βγάζω άκρη • βγάζω άνθη • βγάζω ήχο • βγάζω ήχο κρυστάλλου • βγάζω ήχο τεντωμένης χορδής • βγάζω ακτινογραφία • βγάζω αλλεπάλληλες τολύπες καπνού • βγάζω αναστεναγμό • βγάζω από τη μέση • βγάζω από την πρίζα • βγάζω από το παιχνίδι (στο κρίκετ) • βγάζω ατμούς • βγάζω βιαστικά συμπεράσματα • βγάζω βόλτα • βγάζω για βοσκή • βγάζω δίσκο • βγάζω δυνατό ήχο • βγάζω δόντια • βγάζω εκτός παιχνιδιού τον παίκτη που έχει το μπαστούν • βγάζω εκτός παιχνιδιού τον παίκτη που έχει το μπαστούνι (στο κρίκετ) • βγάζω καπνό • βγάζω κπ. από την πλάνη • βγάζω κραυγές • βγάζω κραυγή • βγάζω κραυγή αγριόχηνας • βγάζω κτ. στη φόρα • βγάζω λεφτά • βγάζω λόγον • βγάζω με τα νύχια • βγάζω με το τσιγκέλι • βγάζω νόημα από • βγάζω νόημα από κτ. • βγάζω ξαφνικά εξανθήματα • βγάζω παρατσούκλι • βγάζω προς τα έξω • βγάζω προς τα έξω με δύναμη • βγάζω σάλιο • βγάζω σε • βγάζω σε κπ. το καπέλο • βγάζω σε λοταρία • βγάζω σπίθες • βγάζω σπόρους • βγάζω σπόρους (για φυτό) • βγάζω στα γρήγορα • βγάζω στη στεριά • βγάζω στη φόρα • βγάζω στο σφυρί • βγάζω συμπέρασμα • βγάζω συριστικό ήχο • βγάζω τα κόκαλα • βγάζω τα φρύδια μου • βγάζω το καϊμάκι • βγάζω το φίδι απ' την τρύπα • βγάζω φλόγες • βγάζω φωνή • βγάζω χρήματα εκμεταλλευόμενος την εμπιστοσύνη κπ. • βγάζω όλα τα μυστικά στη φόρα • παγιδεύω και βγάζω κπ. από το παιχνίδι • τα βγάζω πέρα • τα βγάζω πέρα (με) • τα βγάζω πέρα μόνος μου • τα βγάζω πέρα χωρίς
βγάζω
βγάζω
ακτινοβολία, εκπομπή - εκπόμποσ[Dérivé]
absorb, take in (en)[Ant.]
βγάζω
give off; make out; issue; emit (en)[ClasseHyper.]
fertilité du sol (fr)[DomaineCollocation]
factotum (en)[Domaine]
Creation (en)[Domaine]
δημιουργώ, κάνω, κατασκευάζω[Hyper.]
producer (en)[Dérivé]
βγάζω (v.)
απομακρύνω[Hyper.]
εξαγωγή - εξολκέας - extractable, extractible (en)[Dérivé]
τραβώ[Domaine]
τραβώ[Analogie]
βγάζω (v.)
(liquor; fluid; liquid) (en)[termes liés]
(shaft; well) (en)[termes liés]
απομακρύνω[Hyper.]
devatting, drawing, drawing off (en)[Dérivé]
τραβώ - ανακαλώ, αποσύρω, εισπράττω, κάνω ανάληψη, παίρνω πίσω - σύρω, τραβάω, τραβώ[Domaine]
βγάζω (v.)
βγάζω (v.)
βλασταίνω[Similaire]
βγάζω (v.)
enlever une partie, un élément d'un tout (fr)[Classe]
faire une soustraction (fr)[Classe]
mathematics (en)[Domaine]
Calculating (en)[Domaine]
αφαίρεση - αφαίρεση - αφαιρετικόσ[Dérivé]
αριθμητική[Domaine]
απομακρύνω[Analogie]
αθροίζω, προσθέτω[Ant.]
βγάζω (v.)
bring out, get out (en)[Hyper.]
βγάζω (v.)
injure; wound (en)[Classe]
se blesser (fr)[Classe]
βγάζω (v.)
mar, mutilate (en)[Hyper.]
gouge (en) - gouger (en)[Dérivé]
βγάζω (v.)
αποκτώ, λαμβάνω, παίρνω[Hyper.]
μισθωτός - gainer (en)[Dérivé]
κάνω - αποκομίζω καθαρά, αποφέρω καθαρά[Domaine]
βγάζω (v.)
factotum (en)[Domaine]
Demonstrating (en)[Domaine]
εκθέτω, επιδεικνύω, παρουσιάζω[Hyper.]
production (en)[Dérivé]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,094s