Publicitade D▼
βρίσκομαι (v.)
1.είμαι σε ορισμένη κατάσταση (συναισθηματική, οικονομική, σωματική κλπ.)
2.είμαι σε κάποιο μέρος
3.συμπαραστέκομαι σε κάποιον, του προσφέρω υποστήριξη
4.είμαι, υπάρχω, σε σχέση με κάποιον ή κάτι
5.φθάνω σε έναν προορισμό ή σε μια κατάσταση
βρίσκομαι
1.γίνομαι αντιληπτός δια της οράσεως σε ορισμένο σημείο
Publicidade ▼
βρίσκομαι
Ver também
βρίσκομαι (v.)
↘ επισκέπτης, ερχόμενος ≠ αναχωρώ, φεύγω
Publicidade ▼
⇨ (δε) βρίσκομαι στη μέση, (δεν) αποτελώ εμπόδιο • βρίσκομαι πολύ κοντά • βρίσκομαι σε αδιέξοδο • βρίσκομαι σε απελπιστική κατάσταση • βρίσκομαι σε μειονεκτική θέση • βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση • βρίσκομαι στην κορυφή ενός πράγματος • βρίσκομαι στο πλευρό • βρίσκομαι στο στοιχείο μου • πίσω από βρίσκομαι
βρίσκομαι
apparaître : devenir distinct, manifeste (fr)[Classe]
se déclarer, se dévoiler (personne) (fr)[Classe]
se montrer (fr)[Classe]
(δροσιά; πρωινή δροσιά; πάχνη)[termes liés]
(landing; touchdown), (newcomer), (arrival) (en)[termes liés]
εμφανίζομαι[Hyper.]
open, surface (en)[Dérivé]
βρίσκομαι (v.)
ήμουν, είμαι, υπάρχω[Hyper.]
βρίσκομαι (v.)
find o.s. (en)[ClasseHyper.]
être (copule : lien nom/adj. ou nom/nom prédicatif). (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
located (en)[Domaine]
βρίσκομαι (v.)
βρίσκομαι (v.)
regard; touch on; touch upon; be concerned with; concern; affect (en)[Classe]
être obligé de (fr)[Classe]
βρίσκομαι (v.)
évaluer sa position (fr)[Classe]
find o.s. (en)[Classe]
βρίσκομαι[Hyper.]
διάταξη, διευθέτηση, νοικοκύρεμα, τακτοποίηση[Dérivé]
βρίσκομαι, εξαρτώμαι από, λαχαίνω[Domaine]
βρίσκομαι (v.)
parvenir à destination (fr)[Classe]
arriver de déplacement, de voyage (fr)[Classe]
pouvoir atteindre (un lieu) (fr)[ClasseHyper.]
factotum (en)[Domaine]
Arriving (en)[Domaine]
βρίσκομαι (v.)
παρουσιάζομαι[Hyper.]
βρίσκομαι (v.)
βρίσκομαι[Hyper.]
βρίσκομαι (v.)
έρχομαι μαζί, πουλιέμαι μαζί με κτ. άλλο, συνοδεύω, ταιριάζω[Hyper.]
ερμηνεύω[Analogie]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,062s