Publicitade R▼
βόρειος (adj.)
βορεινός, βορινός, που είναι προς το βορρά, προς βορρά, προς το βορρά
βόρειος (n.)
Publicidade ▼
Ver também
βόρειος (adj.)
≠ νότιος
⇨ Βόρειος Ευβοϊκός • Βόρειος Ευβοϊκός κόλπος • Βόρειος Οδικός Άξονας Κρήτης • Βόρειος Πόλος • Μεγάλος Βόρειος Πόλεμος • Στέφανος Βόρειος
Publicidade ▼
βόρειος (adj.)
βορινός, βόρειος, που είναι προς το βορρά[Similaire]
βόρειος (adj.)
νότιος[Ant.]
north (en)[Dérivé]
βόρειος (adj.)
βορινός, βόρειος, που είναι προς το βορρά[Similaire]
βόρειος (n.)
ένοικος, κάτοικος[Hyper.]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,047s