Publicitade E▼
γραμματοκιβώτιο (n.)
1.κουτί στην είσοδο των σπιτιών, στο οποίο ο ταχυδρόμος ρίχνει τις επιστολές που απευθύνονται στους ενοίκους
Publicidade ▼
γραμματοκιβώτιο (n.)
γραμματοκιβώτιο (n.)
θήκη, κουτί, μπιζουτιέρα[Hyper.]
γραμματοκιβώτιο (n.)
case; bin; canister; box (en)[Classe]
(letter; missive) (en)[termes liés]
maildrop (en)[Hyper.]
Publicidade ▼
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s