definição e significado de δίνω | sensagent.com


   Publicitade D▼


 » 
alemão búlgaro chinês croata dinamarquês eslovaco esloveno espanhol estoniano farsi finlandês francês grego hebraico hindi holandês húngaro indonésio inglês islandês italiano japonês korean letão língua árabe lituano malgaxe norueguês polonês português romeno russo sérvio sueco tailandês tcheco turco vietnamês
alemão búlgaro chinês croata dinamarquês eslovaco esloveno espanhol estoniano farsi finlandês francês grego hebraico hindi holandês húngaro indonésio inglês islandês italiano japonês korean letão língua árabe lituano malgaxe norueguês polonês português romeno russo sérvio sueco tailandês tcheco turco vietnamês

Definição e significado de δίνω

Definição

δίνω (v.)

1.επιβάλλω τιμωρία π.χ. δίνω ξύλο

2.κάνω εκτίμηση κάποιου πράγματος ως προς κάποιο ποσό βάσει προηγούμενων εκτιμήσεων ή προγνωστικών

3.(μτφ.) αφιερώνομαι σε κάτι με ζήλο

4.δίνω κτ στα χέρια κάποιου

5.παρουσιάζω δημόσια, εκτελώ, διοργανώνω

6.αφήνω κληρονομιά, κληροδοτώ

7.πουλώ σε ορισμένη τιμή

8.απονέμω

9.δίνω κάτι διαμέσου σωματικής επαφής

10.προσφέρω, δίνω κάτι (κυρίως με επίσημο τρόπο)

11.προσπορίζω, αποφέρω, αφήνω ως κέρδος

12.καταβάλλω χρηματικό ποσό για να πληρωθούν έξοδα που έχουν γίνει ή πρόκειται να γίνουν

13.μεταβιβάζω, παραχωρώ κάτι που έχω σε κάποιον άλλο., μεταδίδω γνώσεις (υπό μορφήν μαθήματος)

14.παράγω ως προϊον για φυτά, τόπους, ζώα

15.παρέχω ένα δικαίωμα, προνόμιο

16.λειτουργώ ως παράγοντας στη διαμόρφωση αποτελέσματος

17.αφοσιώνομαι σε κάτι ή σε κάποιον

δίνω

1.στέλνω από ένα πρόσωπο/τόπο σε ένα άλλο

   Publicidade ▼

Sinónimos

Ver também

   Publicidade ▼

Locuções

(δίνω το) εναρκτήριο λάκτισμα • για να δίνω τα μέσα ξεκινήσει κτ. • δίνω έκγριση • δίνω έμφαση • δίνω έμφαση σε κτ. • δίνω ένα χεράκι • δίνω αδιέξοδο • δίνω αναδρομική ισχύ • δίνω αναφορά • δίνω αυτόγραφο • δίνω αφειδώς • δίνω γροθιά (λαϊκ.) • δίνω δείπνο • δίνω διάλεξη • δίνω διέξοδο • δίνω διέξοδο σε • δίνω διαλέξη • δίνω διαταγές • δίνω ελπίδες σε κπ. • δίνω εντολές • δίνω εξηγήσεις για κτ. • δίνω επιπλέον • δίνω ευχαρίστηση • δίνω ευχαρίστηση σε • δίνω ιδιαίτερη πληροφορία • δίνω κεφαλιά • δίνω λάθος κατεύθυνση • δίνω λεπτομερείς οδηγίες • δίνω λόγο • δίνω μάχη για κτ. • δίνω μασημένη τροφή • δίνω μεγάλη ευχαρίστηση • δίνω μεγάλη προσοχή • δίνω μεγάλη σημασία σε κπ. ή σε κτ. • δίνω μπουνιά • δίνω ξυλιές στον πισινό • δίνω οδηγίες • δίνω πάσα • δίνω παράσταση • δίνω παραγγελία • δίνω πληροφορίες • δίνω προτεραιότητα (για κυκλοφορία) • δίνω ρόλο • δίνω σε αντάλλαγμα • δίνω σε κπ. ή κτ. το όνομα κπ. • δίνω σε κπ. τα παπούτσια στο χέρι • δίνω σε κτ. το σχήμα μπάλας ή ρολού • δίνω σημασία • δίνω σημασία σε • δίνω στα νεύρα • δίνω στη δημοσιότητα • δίνω συνεχώς διαταγές • δίνω σφαλιάρα • δίνω τέλος σε κτ. • δίνω τα απαραίτητα εφόδια • δίνω τη δυνατότητα • δίνω την αίσθηση ότι κινούμαι πάνω κάτω (ως αποτέλεσμα ζάλης) • δίνω την εντύπωση • δίνω την επίσημη έγκρισή μου • δίνω τιμή • δίνω το δικαίωμα • δίνω το εναρκτήριο χτύπημα στην μπάλα (στο γκολφ) • δίνω το παράδειγμα • δίνω το ρυθμό • δίνω τον καλύτερο εαυτό μου • δίνω τον τόνο • δίνω τους χαιρετισμούς κπ. • δίνω υπόσχεση γάμου • δίνω φιλί • δίνω φιλοδώρημα • δίνω φως • δίνω χάρη • δίνω ψήφο • δίνω ψευδείς πληροφορίες • δε δίνω • δε δίνω ιδιαίτερη σημασία σε κτ. • δε δίνω σημασία σε κτ. • δεν δίνω σημασία σε κτ. • του δίνω και καταλαβαίνει • φτάνω σε ξενοδοχείο και δίνω τα στοιχεία μου

Dicionario analógico










δίνω (v.)

factotum (en)[Domaine]

Putting (en)[Domaine]


δίνω (v.)








δίνω (v.)




 

todas as traduções do δίνω


Conteùdo de sensagent

  • definição
  • sinónimos
  • antónimos
  • enciclopédia

 

4739 visitantes em linha

calculado em 0,109s