Publicitade D▼
δίνω (v.)
1.επιβάλλω τιμωρία π.χ. δίνω ξύλο
2.κάνω εκτίμηση κάποιου πράγματος ως προς κάποιο ποσό βάσει προηγούμενων εκτιμήσεων ή προγνωστικών
3.(μτφ.) αφιερώνομαι σε κάτι με ζήλο
4.δίνω κτ στα χέρια κάποιου
5.παρουσιάζω δημόσια, εκτελώ, διοργανώνω
6.αφήνω κληρονομιά, κληροδοτώ
7.πουλώ σε ορισμένη τιμή
8.απονέμω
9.δίνω κάτι διαμέσου σωματικής επαφής
10.προσφέρω, δίνω κάτι (κυρίως με επίσημο τρόπο)
11.προσπορίζω, αποφέρω, αφήνω ως κέρδος
12.καταβάλλω χρηματικό ποσό για να πληρωθούν έξοδα που έχουν γίνει ή πρόκειται να γίνουν
13.μεταβιβάζω, παραχωρώ κάτι που έχω σε κάποιον άλλο., μεταδίδω γνώσεις (υπό μορφήν μαθήματος)
14.παράγω ως προϊον για φυτά, τόπους, ζώα
15.παρέχω ένα δικαίωμα, προνόμιο
16.λειτουργώ ως παράγοντας στη διαμόρφωση αποτελέσματος
17.αφοσιώνομαι σε κάτι ή σε κάποιον
δίνω
1.στέλνω από ένα πρόσωπο/τόπο σε ένα άλλο
Publicidade ▼
δίνω (v.)
αναθέτω, απλώνω, αποδίδω, αποφέρω, απρόθυμα, αφήνω, αφήνω κληρονομιά, αφιερώνω, αφοσιώνομαι, δίδω, δώνω, εμπιστεύομαι, επιδικάζω, κάνω, κάνω κτ. με μισή καρδιά, καλύπτω, κληροδοτώ, οπλίζω με, οργανώνω, παράγω, παρέχω, παραδίδομαι, παραδίδω, παραδίδω κτ. σε κπ., παραδίνω, παραχωρώ, πουλιέμαι για, συμβάλλω, συμφωνώ, συνεργώ, συντείνω, συντελώ, τεντώνω προς τη μεριά κπ., υποβοηθώ, φέρνω, χορηγώ
Ver também
δίνω (v.)
↘ διανομέας, δωρητής, κατακύρωση ↗ κληροδότημα, κληρονομιά ≠ αποκηρύσσω, αποκληρώνω, παίρνω
Publicidade ▼
⇨ (δίνω το) εναρκτήριο λάκτισμα • για να δίνω τα μέσα ξεκινήσει κτ. • δίνω έκγριση • δίνω έμφαση • δίνω έμφαση σε κτ. • δίνω ένα χεράκι • δίνω αδιέξοδο • δίνω αναδρομική ισχύ • δίνω αναφορά • δίνω αυτόγραφο • δίνω αφειδώς • δίνω γροθιά (λαϊκ.) • δίνω δείπνο • δίνω διάλεξη • δίνω διέξοδο • δίνω διέξοδο σε • δίνω διαλέξη • δίνω διαταγές • δίνω ελπίδες σε κπ. • δίνω εντολές • δίνω εξηγήσεις για κτ. • δίνω επιπλέον • δίνω ευχαρίστηση • δίνω ευχαρίστηση σε • δίνω ιδιαίτερη πληροφορία • δίνω κεφαλιά • δίνω λάθος κατεύθυνση • δίνω λεπτομερείς οδηγίες • δίνω λόγο • δίνω μάχη για κτ. • δίνω μασημένη τροφή • δίνω μεγάλη ευχαρίστηση • δίνω μεγάλη προσοχή • δίνω μεγάλη σημασία σε κπ. ή σε κτ. • δίνω μπουνιά • δίνω ξυλιές στον πισινό • δίνω οδηγίες • δίνω πάσα • δίνω παράσταση • δίνω παραγγελία • δίνω πληροφορίες • δίνω προτεραιότητα (για κυκλοφορία) • δίνω ρόλο • δίνω σε αντάλλαγμα • δίνω σε κπ. ή κτ. το όνομα κπ. • δίνω σε κπ. τα παπούτσια στο χέρι • δίνω σε κτ. το σχήμα μπάλας ή ρολού • δίνω σημασία • δίνω σημασία σε • δίνω στα νεύρα • δίνω στη δημοσιότητα • δίνω συνεχώς διαταγές • δίνω σφαλιάρα • δίνω τέλος σε κτ. • δίνω τα απαραίτητα εφόδια • δίνω τη δυνατότητα • δίνω την αίσθηση ότι κινούμαι πάνω κάτω (ως αποτέλεσμα ζάλης) • δίνω την εντύπωση • δίνω την επίσημη έγκρισή μου • δίνω τιμή • δίνω το δικαίωμα • δίνω το εναρκτήριο χτύπημα στην μπάλα (στο γκολφ) • δίνω το παράδειγμα • δίνω το ρυθμό • δίνω τον καλύτερο εαυτό μου • δίνω τον τόνο • δίνω τους χαιρετισμούς κπ. • δίνω υπόσχεση γάμου • δίνω φιλί • δίνω φιλοδώρημα • δίνω φως • δίνω χάρη • δίνω ψήφο • δίνω ψευδείς πληροφορίες • δε δίνω • δε δίνω ιδιαίτερη σημασία σε κτ. • δε δίνω σημασία σε κτ. • δεν δίνω σημασία σε κτ. • του δίνω και καταλαβαίνει • φτάνω σε ξενοδοχείο και δίνω τα στοιχεία μου
δίνω
diffuser une émission (fr)[Classe]
communicate; impart; inform; let know (en)[ClasseParExt.]
communicate (en)[ClasseParExt.]
telecommunication (en)[Domaine]
Communication (en)[Domaine]
εκτοπίζω, μετακινώ, μετατοπίζω[Hyper.]
διαβίβαση, μετάδοση, μεταβίβαση - transfer, transference (en) - διαμετακόμιση, μεταβίβαση, μετακίνηση, μεταφορά, μεταφορικό μέσο - μέσο μεταφοράς, φορτωτική - canalisation, canalization, channelisation, channelization (en) - μεταφορά, μεταφορικό μέσο - αγωγός, σωλήνας - ηλεκτρικός δίαυλος, κανάλι επικοινωνίας, κανάλι συχνοτήτων - κανάλι - αποστολέας - εκχωρητήσ, μεταβιβαστήσ[Dérivé]
δίνω (v.)
επιβάλλω, πλήττω[Hyper.]
εκχωρώ, παραχωρώ - παίρνω[Domaine]
δίνω (v.)
factotum (en)[Domaine]
IntentionalProcess (en)[Domaine]
δίνω (v.)
remove; transport (en)[Classe]
faire passer qqch de soi à qqch ou qqn d'autre (fr)[Classe...]
post (en)[Domaine]
Transfer (en)[Domaine]
κομίζω, πηγαίνω και φέρνω κτ., φέρνω[Hyper.]
διανομή - deliverer (en) - διανομέας[Dérivé]
δίνω (v.)
organiser (fr)[Classe]
recevoir des gens (fr)[termes liés]
(θεατής)[termes liés]
factotum (en)[Domaine]
SocialInteraction (en)[Domaine]
διευθύνω - είμαι επικεφαλής, ηγούμαι[Hyper.]
δίνω (v.)
δίδω; δίνω; δώνω; κληροδοτώ; αφήνω; εμπιστεύομαι; αναθέτω; αφήνω κληρονομιά[ClasseHyper.]
factotum (en)[Domaine]
Giving (en)[Domaine]
δωρίζω, κερνώ, χαρίζω[Hyper.]
κληροδότημα, κληρονομιά[GenV+comp]
διαθήκη[Dérivé]
αφήνω πίσω, ξεχνώ να πάρω - ανακοινώνω, μεταδίδω[Domaine]
αποκηρύσσω, αποκληρώνω[Ant.]
δίνω (v.)
factotum (en)[Domaine]
UnilateralGiving (en)[Domaine]
προξενώ[Hyper.]
grantee (en) - επίδομα, επιχορήγηση[Dérivé]
δίνω (v.)
factotum (en)[Domaine]
causes (en)[Domaine]
εξασφαλίζω, εφοδιάζω, παρέχω, προμηθεύω[Hyper.]
προξενώ[Domaine]
δίνω (v.)
δίνω (v.)
faire passer qqch de soi à qqch ou qqn d'autre (fr)[ClasseHyper.]
factotum (en)[Domaine]
Giving (en)[Domaine]
δίνω (v.)
rendre perceptible à la vue (fr)[Classe]
(δάχτυλο)[termes liés]
factotum (en)[Domaine]
BodyMotion (en)[Domaine]
γνέφω, κάνω νόημα, χειρονομώ[Hyper.]
εκτατήρας μυς, εκτείνων μυς - ελατόσ, επεκτατόσ - έκτατοσ[Dérivé]
δίνω (v.)
factotum (en)[Domaine]
result (en)[Domaine]
δίνω (v.)
factotum (en)[Domaine]
Giving (en)[Domaine]
δίνω, παραδίδω[Hyper.]
accordance, accordance of rights, concession (en) - grant (en)[Dérivé]
δίνω (v.)
donner une propriété nouvelle à (fr)[ClasseHyper.]
donner telle propriété (fr)[ClasseHyper.]
αλλάζω[Hyper.]
βελτιωτής, προσθήκη[Dérivé]
δίνω (v.)
σκέφτομαι έντονα, στοχάζομαι[Hyper.]
θυσιάζω, προσφέρω κτ. ως θυσία[Domaine]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,109s