Publicitade E▼
δημιούργημα (n.)
1.το αποτέλεσμα του δημιουργώ, αυτό που δημιουργεί κάποιος ή κάτι
2.το αποτέλεσμα του δημιουργώ
δημιούργημα (n. neu.)
1.(βιολογία) σύμφωνα με μια παλαιότερη αλλά ακόμη αποδεκτή διάκριση των έμβιων όντων σε ζώα και φυτά, κάθε ζωντανός οργανισμός προικισμένος με αισθήσεις και με την ικανότητα να μετακινείται και να βρίσκει μόνος του την τροφή· κάθε ζωντανός οργανισμός που ανήκει στην τελευταία και ανώτερη κατηγορία από τις πέντε στις οποίες διακρίνει η νεότερη βιολογία τα έμβια όντα
Publicidade ▼
δημιούργημα (n.)
Ver também
δημιούργημα (n.)
↘ καλλιτέχνης, καλλιτέχνης του θεάματος, καλλιτεχνικός, που διαθέτει καλλιτεχνική φλέβα
Publicidade ▼
δημιούργημα (n.)
δημιούργημα (n.)
zoology (en)[Domaine]
Animal (en)[Domaine]
οργανισμός[Hyper.]
ζωικό βασίλειο[membre]
δημιουργώ, κάνω, κατασκευάζω - animalise, animalize (en) - κτηνώδης, χυδαίος[Dérivé]
ομάδα[Desc]
δημιούργημα (n.)
factotum (en)[Domaine]
Creation (en)[Domaine]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s