Publicitade D▼
διάθεση (n.)
1.κατοχή και πώληση συνήθως σε μεγάλες ποσότητες
2.η συνηθισμένη ψυχική διάθεση κάποιου
3.η συναισθηματική κατάσταση ενός ατόμου
4.η προώθηση στην αγορά και η κατανάλωση
5.έμφυτη ή επίκτητη τάση, διάθεση, ροπή ενός ατόμου προς κάτι, συχνά αρνητικό
διάθεση
1.η ποιότητα του χαρακτήρα, το ποιόν του ανθρώπου με βάση τα κίνητρα, τις πράξεις και τις πεποιθήσεις
Publicidade ▼
διάθεση
διάθεση (n.)
έκδοση, αίσθηση, ιδιοσυγκρασία, κλίση, κυκλοφορία, προδιάθεση, προσωπικότητα, προτίμηση, συναισθηματική κατάσταση, τάση, ταμπεραμέντο, φύση, χαρακτήρας, ψυχοσύνθεση
⇨ (ψυχική) διάθεση • έχω διάθεση για • έχω διάθεση κάνω κτ. • έχω πραγματικά τη διάθεση • διάθεση αποβλήτων • διάθεση για κτ. • διάθεση εγγράφου • διάθεση και χρήση των γαιών • διάθεση νέου προϊόντος στην αγορά • διάθεση πόρων • ευχάριστη διάθεση • καλή διάθεση • παιχνιδιάρικη διάθεση • που είναι στη διάθεση κπ. • φιλόξενη διάθεση • φτιάχνει η διάθεσή μου
⇨ διάθεση αποβλήτων • διάθεση εγγράφου • διάθεση και χρήση των γαιών • διάθεση νέου προϊόντος στην αγορά • διάθεση πόρων • τυποποίηση προϊόντων προς διάθεση
Publicidade ▼
διάθεση (n.)
factotum (en)[Domaine]
Making (en)[Domaine]
εφοδιασμός, παροχή[Hyper.]
διανέμω, εκδίδω[Dérivé]
διάθεση (n.)
personne qui agit de sa propre volonté, librement (fr)[Classe]
humain (selon une détermination fonctionnelle, physique ou psychologique) : personne (fr)[Classe...]
ένστικτο; έμφυτη ικανότητα[Classe]
caractère de l'individu (fr)[Classe...]
allure de qqn, tel qu'il apparaît (fr)[Classe]
caractère de l'individu (fr)[ClasseHyper.]
(ψυχοσύνθεση; ψυχή)[termes liés]
ιδιοσυγκρασία, πάστα, προσωπικότητα, στόφα, φύση[Hyper.]
willing (en) - απρόθυμος - temperamental (en)[Dérivé]
διάθεση (n.)
εμπόριο[Hyper.]
εμπορεύομαι[Dérivé]
διάθεση (n.)
στάση[Hyper.]
dispose, incline (en) - έχω την τάση, έχω την τάση να, ρέπω, τείνω - μεροληπτικόσ[Dérivé]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,062s