Publicitade R▼
διακόπτω (v.)
1.διακόπτω την ομαλή ροή κάποιου πράγματος
2.παρεμβάλλομαι σε συνομιλία και διαταράσσω την ομαλή ροή του λόγου του ομιλητή
3.δεν αφήνω να γίνει κάτι, διαταράσσω την ηρεμία
4.εμποδίζω την ολοκλήρωση κάποιου πράγματος
διακόπτω
1.δίνω ένα προσωρινό ή οριστικό τέλος σε μια πορεία, σε μια διαδικασία ή σε μια δραστηριότητα που δεν έχει ολοκληρωθεί
2.διακόπτω, τερματίζω οριστικά ή προσωρινά ενέργειες ή δραστηριότητες που έχουν ήδη ξεκινήσει και βρίσκονται σε εξέλιξη
3.σταματώ κάτι πριν από την ολοκλήρωσή του, π.χ. μία αποστολή, μία λειτουργία του υπολογιστή κ.λπ.
Publicidade ▼
διακόπτω
διαλύω, εγκαταλείπω, κάνω κτ. μικρότερο ή συντομότερο απ' ό, κόβω, ματαιώνομαι, ματαιώνω, παρεμβαίνω, προλαβαίνω να πω μια κουβέντα, σπάζω, σταματώ απότομα, τι υπολ, τι υπολόγιζα
διακόπτω (v.)
βάζω ένα τέλος σε κτ., βάζω τέρμα σε κτ., εμποδίζω, κόβω, παρακωλύω, παύω, σταματώ, τερματίζω πρόωρα
Ver também
Publicidade ▼
διακόπτω
διακόπτω
διακόπτω, διαλύω, κόβω[Hyper.]
διακόπτω
διακόπτω
faire cesser qqch (fr)[ClasseHyper.]
annuler ou atténuer (fr)[Classe]
διακόπτω (v.)
διακόπτω (v.)
διακόπτω (v.)
ενεργώ[Hyper.]
διακόπτω (v.)
καταλήγω, τελειώνω, τερματίζομαι, τερματίζω[Hyper.]
ασυνέχεια - σταμάτημα, φράξιμο[Dérivé]
διακόπτω (v.)
διακόπτω, διαλύω, κόβω[Hyper.]
διακόπτω (v.)
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,046s