Publicitade D▼
δυσάρεστος (adj.)
1.για κάτι που προκαλεί θλίψη, απογοήτευση, ενόχληση ή αποστροφή
Publicidade ▼
δυσάρεστος (adj.)
άθλιος, αγριωπός, αηδιαστικός, αισχρός, ανήθικος, ανίκανος, αναποτελεσματικός, ανεπιθύμητος, αντιπαθητικός, απαίσιος, βλοσυρός, εκνευριστικός, ενοχλητικός, κακής ποιότητας, με τριγμούς, μη αποδεκτός, που προκαλεί αμηχανία ή δυσκολία, που προκαλεί δυσαρέσκεια, τραχύς, τσιρικτός, φρικτός, χυδαίος
Ver também
δυσάρεστος (adj.)
↘ τρίξιμο ↗ αηδία, αναστατώνω, απέχθεια, απορυθμίζω, αποστροφή, αποσυντονίζω, διαταράσσω, δυσάρεστα, δυσκολία, δυσχέρεια, εξοργίζω, με δυσαρέσκεια, ναυτία, σιχαμάρα, σιχασιά, σκούζω, στριγκλίζω, συγχίζω, ταράζω, ταράσσω, τρίζω, τσιρίζω, φέρνω σε δύσκολη θέση ≠ ευχάριστος, πολυπόθητος
Publicidade ▼
δυσάρεστος (adj.)
δυσάρεστος (adj.)
shrill (en)[Classe]
σκούζω, στριγκλίζω, τρίζω, τσιρίζω[Qui~]
cacophonic, cacophonous (en)[Similaire]
δυσάρεστος (adj.)
απαίσιος, εχθρικός[Similaire]
δυσάρεστος (adj.)
undesirability (en) - undesirable (en) - undesirably, unwantedly (en)[Dérivé]
πολυπόθητος[Ant.]
δυσάρεστος (adj.)
unpalatable (en)[Similaire]
δυσάρεστος (adj.)
qui cause du désagrément (fr)[ClasseHyper.]
désagréer (fr)[QuiPeutSubir~]
disagreeableness (en) - δυσάρεστα, με δυσαρέσκεια[Dérivé]
ευχάριστος[Ant.]
δυσάρεστος (adj.)
qui cause du désagrément (fr)[Classe]
gêne (fr) - annoyance, bother, trouble (en)[QuiCAuse]
δυσάρεστος (adj.)
απαίσιος, εχθρικός[Similaire]
δυσάρεστος (adj.)
αηδιαστικός, προσβλητικός[Similaire]
δυσάρεστος (adj.)
αηδία, απέχθεια, αποστροφή, ναυτία, σιχαμάρα, σιχασιά[QuiCAuse]
ανθυγιεινόσ[Similaire]
δυσάρεστοσ (adj.)
displeasingly (en)[Dérivé]
pleasing (en)[Ant.]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,078s