Publicitade R▼
εγκαρδιώνω (v.)
1.εμπνέω, εμφυσώ θάρρος σε κάποιον, αναπτερώνω το ηθικό του
2.εμπνέω σε κάποιον θάρρος αυτοπεποίθηση
3.ενισχύω ψυχικά, παρέχω υποστήριξη και συμπαράσταση, εμπνέω πίστη και αυτοπεποίθηση
Publicidade ▼
εγκαρδιώνω (v.)
αναπτερώνω, εμψυχώνω, ενθαρρύνω, ενισχύω, ξαναζωντανεύω, συμπαραστέκομαι, υποστηρίζω
Ver também
εγκαρδιώνω (v.)
↘ ενίσχυση, ενθάρρυνση, ενθαρρυντικός, προώθηση ↗ γενναιότητα, ηθικό, θάρρος, καρτερία, κουράγιο, κότσια, πολεμική αρετή, σθένος, ψυχικό σθένος ≠ απογοητεύω, αποθαρρύνω, αποκαρδιώνω, καταθλίβω, ρίχνω
Publicidade ▼
εγκαρδιώνω (v.)
psychology (en)[Domaine]
IntentionalPsychologicalProcess (en)[Domaine]
εγκαρδιώνω (v.)
εγκαρδιώνω (v.)
psychology (en)[Domaine]
causes (en)[Domaine]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,046s