Publicitade R▼
εγκλείω (v.)
1.θέτω υπό περιορισμό
2.κλείνω σε ειδικό χώρο
3.κάνω κάποιον να περιέλθει σε κατάσταση ιδρυματισμού, συνήθως για σωφρονιστικούς ή για θεραπευτικούς λόγους
Publicidade ▼
εγκλείω (v.)
Ver também
εγκλείω (v.)
↘ από, από τα χέρια κπ. ≠ απελευθερώνω, αφήνω ελεύθερο, αφήνω κπ. ελεύθερο, ελευθερώνω, λυτρώνω
Publicidade ▼
εγκλείω (v.)
enfermer quelqu'un (fr)[Classe]
repousser quelqu'un (fr)[Classe]
εγκλείω (v.)
εγκλείω (v.)
légiférer (fr)[Classe]
μεταβιβάζω[Hyper.]
δημιουργία - εγκλεισμός σε ίδρυμα κτλ. - ψυχιατρική κλινική[Dérivé]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s