Publicitade D▼
ειδικός (adj.)
1.αυτός που είναι αποτελεσματικός για την αντιμετώπιση μιας ασθένειας
2.αυτός που έχει αποκτήσει γνώσεις και πείρα σε ορισμένο κλάδο επιστήμης ή τέχνης
3.αυτός που έχει την μεγαλύτερη σημασία
4.αυτός που προορίζεται για περιορισμένη χρήση ή που ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένες προδιαγραφές
5.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ορισμένο είδος
ειδικός (n.)
1.για πρόσωπο που αποδίδει καλά σε ορισμένο κλάδο επιστήμης, τέχνης, επαγγέλματος
2.άτομο με εξαιρετικές ικανότητες
3.γιατρός που έχει αποκτήσει γνώσεις και πείρα σε ορισμένο κλάδο της ιατρικής
Publicidade ▼
Ver também
ειδικός (n.)
↗ έμπειρος, γνώστης, διπλωματούχος, επιδέξιος, ικανός, καλός, πεπειραμένος, που διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα ≠ αρχάριος, διδασκόμενος, δόκιμος μοναχός, μαθητής, πρωτάρης
ειδικός (adj.)
↘ γνώρισμα, ιδιορρυθμία, με τεχνική ορολογία, παραξενιά, χαρακτήρας, χαρακτηριστικό ↗ από άποψη τεχνικής, τεχνική, τεχνική μέθοδος ≠ αναίτιος, γενικός, καθολικός
Publicidade ▼
⇨ Ειδικός Γραμματέας • Ειδικός εκλογικός κατάλογος • Ειδικός ρυθμός απορρόφησης • Ειδικός φόρος κατανάλωσης
ειδικός (adj.)
medicine (en)[Domaine]
DiseaseOrSyndrome (en)[Domaine]
ιατρική, ιατρική ειδικότητα, ιατρική επιστήμη - παθολογία[Domaine]
αναίτιος[Ant.]
ειδικός (adj.)
specialised, specialized (en)[Similaire]
ειδικός (adj.)
qui se rapporte à une science exacte (fr)[Classe]
sciences et techniques (fr)[termes liés]
ειδικός (adj.)
genius, wizardry (en)[Qui a]
ειδικός (adj.)
de qualité supérieure (marchandise) (fr)[ClasseParExt.]
specialised, specialized (en)[Similaire]
ειδικός (adj.)
qui forme une espèce, une catégorie déterminée (fr)[Classe]
conforme à une règle (fr)[ClasseParExt.]
ειδικός; συγκεκριμένος[ClasseHyper.]
quality (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
ειδικά, ρητά, συγκεκριμένα - γενικότητα, καθολικότητα[Dérivé]
γενικός, καθολικός - αναίτιος[Ant.]
ειδικός (n.)
εξπέρ; μετρ; σπεσιαλίστας; ειδικός; εμπειρογνώμονας[ClasseHyper.]
spécialiste (fr)[Classe]
ινδολόγοσ[Classe]
auxiliaire de justice (fr)[Classe]
personne chargée de juger, d'évaluer (fr)[Classe]
métier du conseil (fr)[ClasseParExt.]
person (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
ειδικός (n.)
ειδικός (n.)
αυθεντία[Hyper.]
ειδικός (n.)
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,063s