Publicitade R▼
εμπορεύομαι (v.)
1.ασχολούμαι επαγγελματικά με το εμπόριο
2.ασχολούμαι επαγγελματικά με το εμπόριο ορισμένου προϊόντος
3.κάνω προώθηση προϊόντων
4.έχω εμπορικές,οικονομικές δοσοληψίες με κάποιον
5.ασκώ το επάγγελμα του εμπόρου
Publicidade ▼
εμπορεύομαι (v.)
Ver também
Publicidade ▼
εμπορεύομαι (v.)
do business (en)[ClasseHyper.]
Selling (en)[Domaine]
διενεργώ, διεξάγω[Hyper.]
εμπόριο[GenV+comp]
διάθεση - αγοραπωλησία, ασχολία, δουλειές, εμπόριο, εργασία - διεκπεραίωση, δοσοληψία, συναλλαγή - business deal, deal (en) - εμπορική συναλλαγή - απάτη - dealer (en) - χρηματιστής - λαθρέμπορος - έμπορος[Dérivé]
ασχολούμαι με επιχειρήσεις, εμπορεύομαι - κάνω πωλήσεις, πουλάω, πουλώ[Domaine]
εμπορεύομαι (v.)
εμπορεύομαι (v.)
ανταλλάσσω έναντι χρημάτων; πουλώ; έχω προς πώληση[Classe]
diffuser un produit (phase initiale) (fr)[Classe]
posséder, possession (fr)[termes liés]
εμπορεύομαι, συναλλάσσομαι[Hyper.]
αγορά - target group (en) - λαθρέμπορος - marketable (en) - πωλήσιμοσ[Dérivé]
εμπόριο[Domaine]
εμπορεύομαι (v.)
αγοραπωλησία, ασχολία, δουλειές, εμπόριο, εργασία - business deal, deal (en) - εμπορική συναλλαγή - αγαθό, αγορά, είδος, εμπορεύματα πληθ., εμπόρευμα, πραμάτεια, προϊόν, ψώνιο - έμπορος - bargainer, dealer, monger, trader, tradesman, tradeswoman, trafficker (en)[Dérivé]
εμπόριο - αγοράζω - έχω προς πώληση, ανταλλάσσω έναντι χρημάτων, πουλώ[Domaine]
εμπορεύομαι[Analogie]
εμπορεύομαι (v.)
εμπορεύομαι[Hyper.]
business deal, commerce, deal, trade (en) - dealer (en) - λαθρέμπορος[Dérivé]
εμπόριο[Domaine]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s