Publicitade R▼
εναλλαγή (n.)
1.η ενέργεια του εναλλάσσω, διαδοχική αλλαγή και αντικατάσταση του ενός από το άλλο
2.ό,τι δεν διακόπτεται και χαρακτηρίζεται από εσωτερική συνοχή, συνήθως εξαιτίας λογικής αιτιότητας
Publicidade ▼
Ver também
εναλλαγή (n.)
↘ εναλλάξ
Publicidade ▼
⇨ εναλλαγή βολών (π.χ. στο τένις) • πολιτική εναλλαγή • συνεχής εναλλαγή τηλεοπτικών καναλιών από τον τηλεθεατή
εναλλαγή (n.)
εναλλαγή (n.)
εναλλαγή (n.)
διευθέτηση; οργάνωση; σύστημα[Classe]
succession de choses qui s'enchaînent (fr)[ClasseHyper.]
événement (fr)[Classe...]
cycle (en)[Classe]
effect; consequence (en)[Classe]
ensemble (fr)[Caract.]
emp : plur (fr)[Syntagme]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s