Publicitade D▼
ενασχολούμαι (v.)
1.καταγίνομαι με ασχολία, κυρίως πέρα από την επαγγελματική μου δραστηριότητα ή στο περιθώριο αυτής
2.ασχολούμαι με κάτι
Publicidade ▼
ενασχολούμαι (v.)
αντιμετωπίζω, αντιμετωπίζω με θάρρος, καταγίνομαι, καταπιάνομαι
Ver também
ενασχολούμαι (v.)
Publicidade ▼
ενασχολούμαι (v.)
combattre pour se défendre (fr)[Classe]
s'opposer à un adversaire (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
αρχίζω δουλειά σε/για, κάνω[Hyper.]
confront, face, present (en)[Domaine]
ενασχολούμαι (v.)
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,046s