Publicitade D▼
ενεργοποιώ (v.)
1.κάνω κάποιον ή κάτι ενεργό, θέτω σε ενέργεια, σε δράση
Publicidade ▼
ενεργοποιώ (v.)
Ver também
ενεργοποιώ (v.)
≠ αδρανοποιώ, γαληνεύω, ηρεμώ, ησυχάζω, καθησυχάζω, καλμάρω, κατευνάζω
Publicidade ▼
ενεργοποιώ (v.)
medicine (en)[Domaine]
Stimulant (en)[Domaine]
δρω[Hyper.]
ενεργοποιήση - bracer, pick-me-up, tonic (en) - διεγερτικό - αποφασιστικότητα, θέληση - δύναμη - ζωογονών, ζωοποιών - ενέργεια - ενεργητικότητα, ζωντάνια - διεργετικόσ, τονωτικόσ[Dérivé]
γαληνεύω, ηρεμιστικό, ηρεμώ, ησυχάζω, καθησυχάζω, καλμάρω, κατευνάζω, χορηγώ καταπραϋντικό - αδρανοποιώ[Ant.]
ενεργοποιώ (v.)
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s