Publicitade E▼
ενεργός (adj.)
1.αυτός που είναι γεμάτος δραστηριότητα ή εμπλέκεται σε συνεχή δραστηριότητα
2.που ενεργεί, δρα, για να πετύχει αποτέλεσμα
Publicidade ▼
ενεργός (adj.)
Ver também
ενεργός (adj.)
Publicidade ▼
⇨ ενεργός (για ηφαίστειο) • ενεργός άνθρακας • ενεργός γεωργικός πληθυσμός • ενεργός πολίτης • ενεργός υποστήριξη • οικονομικά ενεργός πληθυσμός • οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός
⇨ απασχολούμενος οικονομικά ενεργός πληθυσμός • ενεργός γεωργικός πληθυσμός • οικονομικά ενεργός πληθυσμός • οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός
ενεργός
involved (en)[Similaire]
ενεργός (adj.)
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
δραστηριότητα, ενεργητικότητα[Dérivé]
αχρησιμοποίητο[Ant.]
ενεργός (adj.)
biology (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
active (en) - ενέργεια, κίνηση - δραστήρια, ενεργά - δραστηριότητα, ενεργητικότητα[Dérivé]
παθητικός[Ant.]
ενεργός (adj.)
operational (en)[Similaire]
ένοπλες δυνάμεις[Domaine]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,015s