Publicitade E▼
εξάγω (v.)
1.καταλήγω (για συμπέρασμα, άποψη, θέση)
2.πουλώ στο εξωτερικό
3.(για εμπόρευμα) διαθέτω στην αγορά του εξωτερικού
4.απομακρύνω κάποιον από κάπου ή από κάπου με την άσκηση βίας ή πίεσης
Publicidade ▼
εξάγω (v.)
Ver também
εξάγω (v.)
Publicidade ▼
εξάγω (v.)
démontrer mathématiquement (fr)[Classe]
εξάγω; συμπεραίνω[ClasseHyper.]
(εξάγω; συμπεραίνω)[Thème]
philosophy (en)[Domaine]
Reasoning (en)[Domaine]
βγάζω συμπέρασμα, συμπεραίνω[Hyper.]
αναγωγή, αναγωγικός συλλογισμός - τεκμήριο - παραγωγή - παραγωγικός[Dérivé]
λογική[Domaine]
εξάγω (v.)
εξάγω (v.)
factotum (en)[Domaine]
Exporting (en)[Domaine]
εμπορεύομαι, συναλλάσσομαι[Hyper.]
exportation, exporting (en) - εξαγωγή, εξαγόμενο είδος, προϊόν εξαγωγής - εξαγωγέας[Dérivé]
εμπόριο[Domaine]
εισάγω[Ant.]
εξάγω (v.)
factotum (en)[Domaine]
Removing (en)[Domaine]
απομακρύνω, γδύνομαι, ξεφορτώνομαι[Hyper.]
εξαγωγή - εξολκέας - extractable, extractible (en)[Dérivé]
τραβώ[Domaine]
τραβώ[Analogie]
εξάγω (v.)
σκάβω σε λατομείο[Classe]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s