Publicitade D▼
ευγένεια (n.)
1.η καλή ψυχική διάθεση έναντι των άλλων
2.η λεπτότητα στους τρόπους και τη συμπεριφορά, σύμφωνα με τους κανόνες της εκάστοτε κοινωνίας
3.το να κατάγεται κανείς από ευγενείς, από αρχοντική οικογένεια, από αριστοκράτες
Publicidade ▼
Ver também
ευγένεια (n.)
Publicidade ▼
ευγένεια (n.)
ευγένεια; καλοσύνη[ClasseHyper.]
αρετή, καλοσύνη - άνθρωπος, υπόληψη, φήμη, όνομα[Hyper.]
γλυκομίλητος, μειλίχιος[Propriété~]
ευγενικός - αγενής, ανάγωγος[Dérivé]
αγένεια[Ant.]
ευγένεια (n.)
ευγένεια; καλοσύνη[Classe]
reverence; awe; obeisance; respect; regard (en)[Classe]
savoir-vivre (fr)[Classe]
courteous, courtly, well-mannered (en)[Propriété~]
διαγωγή, συμπεριφορά, τρόπος, φέρσιμο[Hyper.]
ευγενικός - discourteous (en)[Dérivé]
αγένεια, χυδαιότητα[Ant.]
ευγένεια (n.)
ευγένεια (n.)
αρμονία, ομόνοια, συμφωνία[Hyper.]
ευγένεια (n.)
ευγένεια (n.)
ευγένεια (n.)
αρετή, καλοσύνη[Hyper.]
ελεήμων - καλοκάγαθος, καλοσυνάτος - ευγενικός - benign (en)[Dérivé]
ευγένεια (n.)
θέση, κοινωνική θέση[Hyper.]
αριστοκρατικός[Dérivé]
ευγένεια (n.)
υπεροχή[Hyper.]
εκπολιτίζω, εξανθρωπίζω[Dérivé]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,063s