Publicitade R▼
θίασος (n.)
1.ομάδα καλλιτεχνών, συνήθως ηθοποιών, που συνεργάζονται και παρουσιάζουν ως σύνολο ένα καλλιτεχνικό θέαμα
Publicidade ▼
θίασος
⇨ Θίασος Λεμού • Ο Θίασος
Publicidade ▼
θίασος
εκλογή; ό; τι επιθυμώ; διαλογή; συλλογή[Classe]
(κινηματογράφηση)[termes liés]
εκλογή, επιλογή, τι επιθυμώ, ό[Hyper.]
διανέμω ρόλους[Dérivé]
θίασος (n.)
οργάνωση, οργανισμός[Hyper.]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,015s