Publicitade R▼
θηρίο (n. neu.)
1.(βιολογία) σύμφωνα με μια παλαιότερη αλλά ακόμη αποδεκτή διάκριση των έμβιων όντων σε ζώα και φυτά, κάθε ζωντανός οργανισμός προικισμένος με αισθήσεις και με την ικανότητα να μετακινείται και να βρίσκει μόνος του την τροφή· κάθε ζωντανός οργανισμός που ανήκει στην τελευταία και ανώτερη κατηγορία από τις πέντε στις οποίες διακρίνει η νεότερη βιολογία τα έμβια όντα
Publicidade ▼
Ver também
Publicidade ▼
θηρίο (n.)
zoology (en)[Domaine]
Animal (en)[Domaine]
οργανισμός[Hyper.]
ζωικό βασίλειο[membre]
δημιουργώ, κάνω, κατασκευάζω - animalise, animalize (en) - κτηνώδης, χυδαίος[Dérivé]
ομάδα[Desc]
θηρίο (n.)
propriétaire d'un bien immeuble loué (fr)[Classe]
money-grubber; niggard (en)[Classe]
personne grossière (fr)[Classe]
personne cruelle (fr)[Classe]
financier cupide (fr)[Classe]
επιτιθέμενος[Hyper.]
επιτίθεμαι άγρια - αυστηρός, τραχύς[Dérivé]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,016s