Publicitade R▼
θλιβερός (adj.)
1.για κάτι πολύ δυσάρεστο που προκαλεί θλίψη
2.που αναφέρεται στη συγκίνηση, που πηγάζει από αυτήν
Publicidade ▼
θλιβερός (adj.)
άτυχος, αξιολύπητος, ατυχές, ατυχής, δακρύβρεχτος, ευσυγκίνητος, κακώς, καταθλιπτικός, κλαψιάρης, οικτρός, συγκινησιακός, φτωχός
Ver também
θλιβερός (adj.)
↘ άθλια ↗ ανάγκη, θλίβω, κλαίω, κλαίω γοερά, λυπάμαι, μεταμελούμαι, μετανιώνω, μετανοώ, πικραίνομαι, στεναχωριέμαι, χύνω δάκρυα
Publicidade ▼
θλιβερός (adj.)
θλιβερός (adj.)
άτυχος, ατυχής, θλιβερός[Similaire]
θλιβερός (adj.)
malchanceux (fr)[Classe]
δυστυχισμένος άνθρωπος - ατυχώς, δυστυχώς[Dérivé]
fortunate (en)[Ant.]
θλιβερός (adj.)
qui inspire la pitié (fr)[ClasseParExt.]
malheureux (fr)[Classe...]
συγκινησιακός; αξιολύπητος; οικτρός; θλιβερός; καταθλιπτικός[ClasseHyper.]
qualificatif d'un vêtement (fr)[DomaineDescription]
récolte (fr)[DomainJugement]
pitié (fr)[QuiCAuse]
ανάγκη[QuiVitDans]
άτυχος, ατυχής, θλιβερός[Similaire]
θλιβερός (adj.)
θλιβερόσ (adj.)
απαίσιος, εχθρικός[Similaire]
θλιβερόσ (adj.)
sorrowful (en)[Similaire]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s