Publicitade R▼
ισιώνω (v.)
1.φέρνω κάτι σε μια ίσια (οριζόντια ή κάθετη) θέση
2.απλώνω κάποιον/κάτι σε μήκος και πλάτος
3.καθιστώ κάτι ομοιόμορφο
4.κάνω κάτι ομαλό
ισιώνω
1.ξεχωρίζω και τακτοποιώ κάτι που έχει μπερδευτεί
2.καθιστώ επιφάνεια ομαλή,επίπεδη
Publicidade ▼
Ver também
ισιώνω (v.)
≠ κάμπτω, καμπυλώνω, κυρτώνω, λυγίζω, παραμορφώνω, σκύβω, στρίβω, συστρέφομαι, συστρέφω
Publicidade ▼
ισιώνω
démêler (fr)[Classe]
corde (fr)[DomaineCollocation]
ισιώνω
μεταβάλλω επιφάνεια[Hyper.]
αλφάδι - ισοπεδωτήσ[Dérivé]
ισιώνω (v.)
ισιώνω (v.)
βάζω, ποζάρω, τοποθετώ[Hyper.]
κείτομαι[Cause]
ισιώνω (v.)
οργανώνω, συντάσσω, τακτοποιώ[Hyper.]
ισιώνω (v.)
εξομαλύνω[Hyper.]
ισιώνω (v.)
μορφοποιώ, μορφώνω[Hyper.]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s