Publicitade D▼
κακοποιός (n.)
1.το πρόσωπο που παραβαίνει (νόμο, κανόνα, όρκο)
Publicidade ▼
κακοποιός (n.)
εγκληματίας, κακοποιό στοιχείο, μάγκας, παλιάνθρωπος, παράνομος, παραβάτης, συμμορίτης, ταραχοποιό στοιχείο, τραμπούκος, χούλιγκαν
Publicidade ▼
κακοποιός (n.)
παλιάνθρωπος[Hyper.]
αθετώ, παραβιάζω[Dérivé]
κακοποιός (n.)
εγκληματίας, ο εκτός νόμου, ο παράνομος[Hyper.]
aggressive, pugnacious, scrappy (en)[CeQuiEst~]
strong-arm (en) - strong-arm (en)[Dérivé]
κακοποιός (n.)
κακοποιός (n.)
robber; thief; stealer (en)[Classe]
εγκληματίας; ο παράνομος; ο εκτός νόμου[Classe]
law (en)[Domaine]
Position (en)[Domaine]
κύκλος κακοποιών, σπείρα, συμμορία[membre]
εγκληματίας, ο εκτός νόμου, ο παράνομος[Hyper.]
Συνδικάτο[Dérivé]
κακοποιός (n.)
ταραχοποιό στοιχείο; χούλιγκαν; τραμπούκος; μάγκας; κακοποιός; παλιάνθρωπος[ClasseHyper.]
personne malhonnête (fr)[Classe]
fortune hunter; adventurer; adventuress (en)[Classe]
personne cruelle (fr)[Classe]
law (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
επιτιθέμενος[Hyper.]
κάνω τον νταή σε κπ. - άγριος, βίαιος[Dérivé]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,671s