Publicitade D▼
καρτερία (n.)
1.η ψυχική αντοχή με την οποία αντιμετωπίζει κάποιος τις δύσκολες καταστάσεις
Publicidade ▼
καρτερία (n.)
γενναιότητα, ηθικό, θάρρος, κουράγιο, κότσια, πολεμική αρετή, σθένος, ψυχικό σθένος
Ver também
καρτερία (n.)
↘ αποθαρρύνω, αποκαρδιώνω, εγκαρδιώνω, εμψυχώνω, ενθαρρύνω, ενισχύω, θαρραλέος, ξαναζωντανεύω, συμπαραστέκομαι, υποστηρίζω ≠ ανανδρία, δειλία
Publicidade ▼
⇨ Καρτερία (Ατμόπλοιο) • Καρτερία (πολεμικό) • Καρτερία Ι (Ατμοκορβέττα) • Καρτερία ΙΙ (Ναρκαλιευτικό)
καρτερία (n.)
σθένος; γενναιότητα; πολεμική αρετή; καρτερία; ψυχικό σθένος; κότσια; ηθικό; θάρρος[ClasseHyper.]
ενδελέχεια; επιμέλεια[Classe]
factotum (en)[Domaine]
TraitAttribute (en)[Domaine]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,047s