Publicitade E▼
καταδικάζω (v.)
1.(δικαστήριο) ανακοινώνω και ορίζω ποινή σε κάποιον
2.κηρύσσω ένοχο έναν κατηγορούμενο, ενώπιον του δικαστηρίου, και του επιβάλλω κάποια ποινή
καταδικάζω
1.διαμορφώνω, σχηματίζω γνώμη ή απόφαση για κάποιον ή για κάτι
Publicidade ▼
καταδικάζω
αποτιμώ, εκτιμώ, εκφέρω κρίση, επικρίνω, κατακρίνω, κρίνω, σχηματίζω γνώμη, υπολογίζω
καταδικάζω (v.)
Ver também
καταδικάζω (v.)
↘ ένοχος, απόφαση, απόφαση δικαστηρίου, βούλευμα, ετυμηγορία, καταδίκη, καταδικαστική απόφαση, κρίση, υπαίτιος ≠ αθωώνω, απαλλάσσω
καταδικάζω
Publicidade ▼
καταδικάζω
καταδικάζω (v.)
condamner (fr)[Classe]
καταδικάζω (v.)
condamner (fr)[Classe]
déclarer coupable (fr)[Classe]
καταδικάζω (v.)
καταδικάζω (v.)
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s