Publicitade R▼
κινούμαι (v.)
1.κινούμαι κυκλικά ή διαγώνια
2.επιλέγω τον τρόπο κινήσεως με βάση καθορισμένους κανόνες συνήθως στο πλαίσιο παιχνιδιού ή στρατηγικής
3.απομακρύνομαι, χωρίζω
4.κινούμαι νευρικά
5.κινούμαι ενεργητικά, υποκινώ σε δράση
6.μετακινούμαι γρήγορα με τα πόδια
7.είμαι σε εγρήγορση
8.δράση για βελτίωση
9.ενεργώ, δρω για την επίτευξη σκοπού, αποτελέσματος
10.αλλάζω θέση, κινούμαι, μετακινούμαι, ταξιδεύω, ή προχωρώ
11.τραβώ, σέρνω προς συγκεκριμένη διεύθυνση (για όχημα)
Publicidade ▼
Ver também
κινούμαι (v.)
↘ εμπρός! να λοιπόν!, ενεργοποιήση ≠ αναπαύομαι, μένω στάσιμος, ξεκουράζομαι
Publicidade ▼
⇨ (για υγρά) κινούμαι πέρα-δώθε • (μετα)κινώ, (μετα)κινούμαι • δίνω την αίσθηση ότι κινούμαι πάνω κάτω (ως αποτέλεσμα ζάλης) • κινούμαι άγαρμπα • κινούμαι αγεληδόν • κινούμαι ανάλαφρα • κινούμαι ανεμπόδιστος • κινούμαι απότομα • κινούμαι απότομα και ακανόνιστα • κινούμαι βαριά και αδέξια • κινούμαι βιαστικά • κινούμαι γρήγορα • κινούμαι γρήγορα προς • κινούμαι διαγώνια στον άνεμο (στην ιστιοπλοΐα) • κινούμαι ελαφρά από τη μια μεριά στην άλλη • κινούμαι κυματιστά • κινούμαι μαζικά • κινούμαι με έλκηθρο • κινούμαι με έλκυθρο • κινούμαι με ατμό • κινούμαι με αυτοπεποίθηση • κινούμαι με δυσκολία • κινούμαι με θόρυβο • κινούμαι με σκαμπανεβάσματα • κινούμαι με συριστικό ήχο • κινούμαι με ταχύτητα • κινούμαι μυστικά • κινούμαι νευρικά • κινούμαι ολοταχώς • κινούμαι προς τα πίσω • κινούμαι σε ανήφορο • κινούμαι σε τροχιά στο διάστημα • κινούμαι σιγά • κινούμαι στα κλεφτά • κινούμαι σταθερά και άνετα • κινούμαι στη σειρά • κινούμαι υποβρυχίως • κινώ ή κινούμαι σπασμωδικά
κινούμαι (v.)
s'étendre le long du bord de qqch (fr)[Classe...]
αλλάζω θέση[Hyper.]
οριζόντια ημικυκλική κίνηση του χεριού[Dérivé]
αγγίζω, αγγίζω ελαφρά, ακροφιλώ - γλιστρώ, κινούμαι ανεμπόδιστος[Domaine]
κινούμαι (v.)
κίνηση - βάρδια, σύντομο χρονικό διάστημα[Dérivé]
make a motion, move (en) - παίζω, συμμετέχω σε παιχνίδι[Domaine]
κινούμαι (v.)
αλλάζω θέση[Hyper.]
αποχαιρετισμός - διχασμός, σχίσμα - διάλυση, χωρισμός[Dérivé]
κινούμαι (v.)
αλλάζω θέση[Hyper.]
νευρικότητα[Dérivé]
κινούμαι (v.)
put on; turn on; switch on (en)[Classe]
commencer à agir (fr)[Classe]
(κινητικότητα; ευκινησία), (αλλαγή θέσης; κίνηση)[termes liés]
κινούμαι[Hyper.]
κινούμαι (v.)
factotum (en)[Domaine]
Running (en)[Domaine]
κινούμαι (v.)
ενέργει, κίνηση - mover, proposer (en) - κίνηση[Dérivé]
αναπαύομαι, ξεκουράζομαι[Ant.]
κινούμαι (v.)
αλλάζω[Hyper.]
κινούμαι (v.)
factotum (en)[Domaine]
realization (en)[Domaine]
ενεργώ[Hyper.]
διαδικασία, πορεία - διαδικασία[Dérivé]
κινούμαι (v.)
stir; budge; move (en)[ClasseHyper.]
remuer le corps (fr)[Classe]
transport (en)[Domaine]
Translocation (en)[Domaine]
αλλαγή θέσης, κίνηση - μετακίνηση - locomotion, motive power, motivity (en) - δράση, κίνηση - αλλαγή θέσης - ταξιδιώτης - mover (en) - κινητήριοσ[Dérivé]
εκτοπίζω, μετακινώ, μετατοπίζω[Domaine]
μένω στάσιμος[Ant.]
κινούμαι (v.)
πάω, πηγαίνω[Hyper.]
pull (en)[Domaine]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,062s