Publicitade R▼
κτυπώ (v.)
1.παράγω ρυθμικό ήχο χτυπώντας κάποιο μέρος του σώματός μου
2.καταφέρνω πλήγμα εναντίον προσώπου ή ζώου
3.παράγω ρυθμικό ήχο κινώντας κάτι επανειλημμένως
4.χτυπώ ελαφρά
5.επιτίθεμαι εναντίον κάποιου
6.διαμορφώνω με κτυπήματα
7.παράγω ελαφρούς ρυθμικούς ήχους, όπως το ρολόι
8.κινώ κάτι ελαφρά ή παλινδρομικά
9.παράγω θόρυβο, βγάζω χαρακτηριστικό ήχο, συνήθως με τα δόντια, όταν έχω ρίγη, όταν κρυώνω πάρα πολύ
Publicidade ▼
κτυπώ (v.)
γρονθοκοπώ, δέρνω, επιτίθεμαι, ηχώ, κάνω τικ τακ, καρπαζώνω, κροτώ, ξυλοφορτώνω, πλήττω, ραπίζω, σημαίνω, χτυπώ, χτυπώ απότομα, χτυπώ χαϊδευτικά
Publicidade ▼
κτυπώ (v.)
κτυπώ (v.)
αγγίζω, ακουμπώ[Hyper.]
χτύπημα[Dérivé]
κτυπώ (v.)
κτυπώ (v.)
κτυπώ (v.)
κτυπώ (v.)
δουλεύω, επεξεργάζομαι, κατεργάζομαι, μορφοποιώ[Hyper.]
beat (en)[Dérivé]
κτυπώ (v.)
κτυπώ (v.)
κτυπώ (v.)
εκπέμπω ήχο, ηχώ[Hyper.]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,047s