Publicitade R▼
κότσια
1.η ψυχική αντοχή με την οποία αντιμετωπίζει κάποιος τις δύσκολες καταστάσεις
Publicidade ▼
κότσια
γενναιότητα, ηθικό, θάρρος, καρτερία, κουράγιο, πολεμική αρετή, σθένος, ψυχικό σθένος
Ver também
κότσια
↘ αποθαρρύνω, αποκαρδιώνω, εγκαρδιώνω, εμψυχώνω, ενθαρρύνω, ενισχύω, θαρραλέος, ξαναζωντανεύω, συμπαραστέκομαι, υποστηρίζω ≠ ανανδρία, δειλία
Publicidade ▼
κότσια
σθένος; γενναιότητα; πολεμική αρετή; καρτερία; ψυχικό σθένος; κότσια; ηθικό; θάρρος[ClasseHyper.]
ενδελέχεια; επιμέλεια[Classe]
factotum (en)[Domaine]
TraitAttribute (en)[Domaine]
κότσια (n.)
force de caractère (fr)[Classe]
σθένος; γενναιότητα; πολεμική αρετή; καρτερία; ψυχικό σθένος; κότσια; ηθικό; θάρρος[ClasseHyper.]
quality (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
γενναιότητα, σθένοσ[Hyper.]
πρόθυμος, τολμηρός - gutsy, plucky (en)[Dérivé]
έκφραση της καθομιλουμένης[Domaine]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s