Publicitade R▼
κύπελλο (n.)
1.το ξυλώδες περίβλημα που υπάρχει στον καρπό διάφορων φυτών
2.η ποσότητα που χωράει σε ένα κύπελλο
3.η ποσότητα που περιέχεται σε ένα φλιτζάνι
4.περίτεχνο αγγείο από πολύτιμο μέταλλο σε σχήμα κύλικα ή αμφορέα, που δίδεται ως έπαθλο στον νικητή (συνήθως αθλητικού αγώνα)
Publicidade ▼
Ver também
κύπελλο (n.)
Publicidade ▼
κύπελλο (n.)
όργανο φυτού[Hyper.]
κύπελλο (n.)
περιεχόμενο[Hyper.]
κύπελλο (n.)
φλιτζάνι[Hyper.]
κύπελλο (n.)
remuneration; reward (en)[Classe]
compétition sportive (fr)[Classe]
έπαθλο, βραβείο, τρόπαιο[Hyper.]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,047s